Ημερομηνία Δημοσίευσης: 20/01/2014
ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ: “Το θέατρο είναι μία αλυσίδα και μία σκυταλοδρομία που στην πορεία αυτή ο ένας μεταλαμπαδεύει στον άλλο τα ινία του θεάτρου.”
«Το Ραφτάδικο» του Ζαν-Κλωντ Γκραμπέρ, το αριστούργημα του σύγχρονου γαλλικού θεάτρου, που έχει τιμηθεί με μεγάλα θεατρικά βραβεία και έχει παρουσιαστεί σε πολλές χώρες, ανέβηκε από το ΚΘΒΕ σε πανελλήνια πρώτη, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Ιορδανίδη, ο οποίος μίλησε στο Thessaloniki City Guide για την παράσταση και για το θέατρο.
Κύριε Ιορδανίδη καλησπέρα. Ποια είναι η σκηνοθετική σας ματιά στην παράσταση Το Ραφτάδικο;
Προσπάθησα να βρω κοινά στοιχεία του Ραφτάδικου με τη σύγχρονη εποχή. Όπως ξέρουμε το Ραφτάδικο αναφέρεται σε μια εποχή που είναι μετά τον πόλεμο και συγκεκριμένα μετά τον πόλεμο στο Παρίσι. Εκεί πέρα λοιπόν σε αυτό το Ραφτάδικο μέσα, οι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν με τα τραύματα που έχει αφήσει αυτός ο πόλεμος. Γιατί μπορεί σήμερα να μη βιώνουμε έναν πόλεμο όπλων στην Ελλάδα αλλά προσπάθησα να βρω τις αναλογίες εκείνες που θα έκαναν τον σημερινό Έλληνα θεατή να βρει τις αναλογίες σε εκείνη την εποχή.
Μετά από όλα αυτά που είχαν συμβεί, με τον πόλεμο, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, τον αφανισμό του Εβραϊκού λαού, προσπάθησα μέσα από αυτή την οπτική γωνία να βρω μία αναλογία, επειδή οι άνθρωποι τότε χρειαζόντουσαν ελπίδα και αισιοδοξία και να μιλήσει το έργο, χωρίς βέβαια να βιώνουμε τις ίδιες καταστάσεις, αλλά βιώνουμε ανάλογες καταστάσεις που και σήμερα έχουμε ανάγκη από την ελπίδα και την αισιοδοξία.
Επίσης η σκηνοθετική μου ματιά περιορίστηκε στο να «αναδείξω» όλη την τρυφερότητα και όλη την ευαισθησία που βγάζει το έργο και επίσης να δώσω ένα στίγμα στα πρόσωπα που δρουν μέσα σε αυτό το ραφτάδικο. Σχέσεις δηλαδή ανθρώπινες, σχέσεις αγάπης, μίσους, αντιζηλίας. Είναι δηλαδή το ραφτάδικο ένας μικρόκοσμος όπου βλέπουμε μέσα κάθε λογής ανθρώπους.
Γιατί δεν είχε ανεβεί μέχρι τώρα το έργο στην Ελλάδα;
Το έργο ήταν εντελώς άγνωστο στην Ελλάδα. Εγώ το είχα μεταφράσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Μεταφράστηκε από μένα για πρώτη φορά. Έκανα κάποιες προσπάθειες να παιχτεί το έργο ακόμα και στο Εθνικό Θέατρο αλλά την τελευταία στιγμή αναβλήθηκε και προτάθηκε ένα άλλο έργο. Τότε ήταν διευθυντής ο Κούρκουλος. Προτάθηκε ένα άλλο έργο που ήταν το «Ταξίδι Μακριάς Ημέρας Μέσα στη Νύχτα» του Ο’ Νήλ.
Νομίζω ότι τα πράγματα στο θέατρο όπως και στη ζωή έχουν την ώρα τους και νομίζω ότι δεν είχε έρθει η ώρα του έργου αυτού. Ήταν ένα έργο πολυβραβευμένο, ένα έργο που παίχτηκε στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου με διθυραμβικές κριτικές. Ευχή του Γκραμπέρ, με τον οποίο με συνδέει μία φιλία ετών, ήταν να κάνει και στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Θεσσαλονίκη για την οποία έχει μία ιδιαίτερη ευαισθησία γιατί είναι η πόλη από όπου φύγανε οι ομόφυλοί του. Ήθελε με όλη του την καρδιά να παιχτεί το έργο και να σημειώσει επιτυχία στη Θεσσαλονίκη. Νομίζω ότι ήρθε η στιγμή του και το κοινό της Θεσσαλονίκης αγκάλιασε το έργο.
Το γεγονός ότι έφυγε από τη Μονή Λαζαριστών και κατέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο αποδεικνύει περίτρανα ότι γκρεμίστηκε ο μύθος ότι στο Θέατρο της Μονής Λαζαριστών δεν πάει κόσμος. Αναγνωρίστηκε από το θεατρόφιλο και γενικά από το κοινό της Θεσσαλονίκης. Όταν απευθύνεται κανένας με ειλικρίνεια και εντιμότητα νομίζω ότι το κοινό ανταποκρίνεται. Πλησιάζουμε κοντά τις 60 παραστάσεις. Το Θέατρο είναι πάντα κατάμεστο. Αυτό αποδεικνύει ότι ο κόσμος σήμερα έχει ανάγκη από καλό θέατρο. Έχει ανάγκη από ωραία έργα. Έχει ανάγκη από έργα με μήνυμα. Έχει ανάγκη από έργα με αισιοδοξία που θα έχουν κάτι να του πουν. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις χαίρομαι ιδιαίτερα που Το Ραφτάδικο πραγματοποιεί στο Κρατικό Θέατρο μία επιτυχία.
Για πρώτη φορά σκηνοθετείτε το 1983.
Το 1983 είναι η πρώτη μου σκηνοθεσία στο Παρίσι στο Θέατρο του Ζαν-Λουί Μπαρρώ και φέτος σε μια πορεία που έχει κλείσει 30 χρόνια πλησιάζω τις 100 παραστάσεις.
Έχετε σκηνοθετήσει πολλές παραστάσεις και συνεργαστήκατε με πολλούς ηθοποιούς.
Έχω συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους ηθοποιούς αλλά όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του ξένου θεάτρου. Συνεργάστηκα στο Παρίσι με τον Ρομπέρ Μαρσύ, την Ντενίζ Μπόσκ, τον Σάρλ Γκονζαλές, τον Μισέλ Μπαρμπέ, πρωταγωνιστές όλοι του Γαλλικού Θεάτρου και στην Ελλάδα για να θυμηθώ μόνο αυτούς που μας έχουν «εγκαταλείψει», την Βέρα Ζιβιτσιάνου, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Θύμιο Καρακατσάνη, τον Μουστάκα, την Αντιγόνη την Βαλάκου που έφυγε πρόσφατα και πολλούς άλλους. Από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς αλλά και από πολλούς που ευτυχώς είναι ακόμα εν ενεργεία και προσφέρουν στο ελληνικό θέατρο.
Υπάρχει κάποιο έργο που είναι από τα απωθημένα σας να το σκηνοθετήσετε;
Κάποιο συγκεκριμένο έργο όχι. Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που μέσα σε αυτά τα 30 χρόνια δεν έτυχε ποτέ να αγγίξω αυτούς τους συγγραφείς. Καθαρά θέμα συγκυρίας. Δεν έχω κάνει ένα Τένεσι Ουίλιαμς, έναν Τσέχωφ. Και θα ήθελα πάρα πολύ κάποια στιγμή να μπορέσω να κάνω κάποιο έργο αυτών των συγγραφέων.
Έχετε ξεχωρίσει κάποιο καινούριο ταλέντο στο θέατρο;
Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολλοί. Ευτυχώς. Γιατί πιστεύω ότι το θέατρο είναι μία αλυσίδα και μία σκυταλοδρομία που στην πορεία αυτή ο ένας μεταλαμπαδεύει στον άλλο τα ινία του θεάτρου. Σίγουρα αναμφισβήτητα υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι. Δε θέλω να αναφερθώ σε κάποιον συγκεκριμένα γιατί σίγουρα θα ξεχάσω κάποιον αλλά παρακολουθώντας παραστάσεις βλέπω πολλούς νέους ταλαντούχους ανθρώπους οι οποίοι είναι αναμφισβήτητα οι αυριανοί πρωταγωνιστές.
Το θέατρο δε σταματάει. Ακόμα και όταν σε περιόδους κρίσης όσο κάτω και να πέσει κάποια στιγμή αναπτερώνεται και συνεχίζει. Έτσι νομίζω ότι θα βγούμε μέσα από αυτή την κατάσταση που βιώνουμε σύντομα, πολύ γρήγορα, γιατί πρέπει να πω ότι έχω παρατηρήσει πως υπάρχουν στο θέατρο πολύ σημαντικές στιγμές που θα τις ζήλευαν ακόμα και οι ευρωπαίοι. Μεγάλες καλλιτεχνικές δημιουργίες οι οποίες μπορούν να σταθούν επάξια σε έναν πανευρωπαϊκό χώρο.
Ποια είναι η επόμενη παράσταση που θα ανεβάσετε;
Μακάρι να την ήξερα (γέλια). Εννοώ ότι αυτή την στιγμή βρίσκομαι σε περίοδο διαπραγματεύσεων. Συζητάω με θέατρα και με παραγωγούς. Αλλά ποια θα είναι η επόμενη δεν μπορώ να σας το πω γιατί δεν το ξέρω. Είμαστε σε περίοδο ζυμώσεων.
Στο Κρατικό Θέατρο έχετε ανεβάσει πολλές παραστάσεις.
Ως ηθοποιός η συνεργασία μου με το Κρατικό Θέατρο αρχίζει το 1962. Σαν σκηνοθέτης πρώτος με φώναξε ο Μίνως Βολανάκης το 1986 και ανέβασα την παράσταση Σαλόνικα, μιας βρετανής συγγραφέως, της Λουίζ Πέητζ, που αυτή ήταν η πρώτη μου συνεργασία με το Κρατικό και βέβαια ακολούθησαν πολλές άλλες όπως ο Αρχοντοχωριάτης, η Θεοφανώ, οι Δαιμονισμένοι, η Ειρήνη με τον Καρακατσάνη, η Λυσιστράτη με την Λουϊζίδου και τον Πιατά, ο Ματωμενος Γάμος με την Βαλάκου, το Ξύπνημα του Βαφόπουλου για να θυμηθώ μόνο μερικές από τις παραστάσεις. Εείναι κι άλλες όμως οι οποίες αυτή τη στιγμή δε μου έρχονται στο μυαλό.
Κύριε Ιορδανίδη σας ευχαριστώ πολύ για τη ωραία συνέντευξη.
Να είστε καλά. Σας ευχαριστώ πολύ.