Φιλαρέτη Κομνηνού

Φιλαρέτη Κομνηνού
Κοινοποίηση
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 16/01/2012

Αθανάσιος Ιορδανίδης

Του Αθανάσιου Ιορδανίδη

Το Τρίτο Στεφάνι, το έργο που καθιέρωσε τον Κώστα Ταχτσή και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο την περίοδο 2009-2010, ανεβαίνει για περιορισμένες παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, από τις 4 Ιανουαρίου του 2012, σε συμπαραγωγή της Ελληνικής Θεαμάτων, του Εθνικού Θεάτρου και του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης με πρωταγωνίστριες τη Φιλαρέτη Κομνηνού και τη Νένα Μεντή.

Η Φιλαρέτη Κομνηνού μίλησε στο Thessaloniki City Guide για το ρόλο της και όχι μόνο.

Κυρία Κομνηνού συγχαρητήρια για την παράσταση και την ερμηνεία σας. Το έργο του Κώστα Ταχτσή αποτυπώνει ένα σημαντικό κομμάτι της Ελληνικής ιστορίας μέσα από τα μάτια δύο σημαντικών γυναικών. Πόσο επίκαιρη είναι η παράσταση σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα;

Φιλαρέτη ΚομνηνούΑνατριχιαστικά επίκαιρη είναι. Υπάρχουν φράσεις μέσα στο έργο, επί παραδείγματι ας πούμε, «τι θ’ απογίνουμε», «τα λεφτά στην τράπεζα τελείωσαν», και απαντάει η Νίνα η οποία  είναι μια γυναίκα με πολύ έντονο το ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης «ε όπως όλοι… κι εμείς, στην ανάγκη θα βγάλουμε στο σφυρί το σπίτι να το ξεκοκαλίσουμε».

Όταν τις πρωτοείπα αυτές τις εκφράσεις στο Rex όπου ήταν πριν δύο χρόνια η παράσταση, επειδή ακόμα η ιστορία δεν είχε δείξει που θα φτάσει, νιώθαμε λίγο τους τριγμούς της οικονομικής κρίσης, τα έλεγα ως ηθοποιός που παίζει κάτι. Τώρα όμως τις εννοώ αυτές τις φράσεις, γιατί ξαφνικά έχουν ένα ειδικό βάρος για τον καθένα μας και σημαίνουν έναν άλλον κόσμο. Γι’ αυτό λέω ότι είναι ανατριχιαστικά επίκαιρη η παράσταση, γιατί τότε ήταν κατοχές, ήταν πόλεμοι. Τώρα είναι ένας αντίστοιχος οικονομικός πόλεμος, μια οικονομική κατοχή. Το κοινό όταν ακούει τη φράση οι Γερμανοί είναι φιλέλληνες γελάει από κάτω και με μια δόση σαρκασμού.

Πόσο απαιτητικός είναι ο ρόλος της Νίνας στο Τρίτο Στεφάνι, δεδομένης και της μεγάλης διάρκειας παρουσίας σας στην σκηνή;

Είναι μία ερώτηση που την ακούω πάρα πολύ συχνά μέσα στο καμαρίνι. Έρχονται έκπληκτοι οι θεατές και ρωτάνε: «Πώς αντέχετε;», «Σε τι κατάσταση είστε μετά από αυτή την παράσταση;». Η αλήθεια είναι ότι αντέχω μεν όσο κρατάει η παράσταση αλλά μετά στο καμαρίνι καταρρέω. Βέβαια για να φύγει αυτή η ένταση περνάει κάποια ώρα.  Η αδρεναλίνη θέλει το χρόνο της και λίγο ο ύπνος μου είναι δύσκολος. Δεν μπορώ να κοιμηθώ πολλές ώρες. Ωστόσο είναι τέτοια η ψυχική ευφορία που νιώθω προσωπικά παίζοντας τη Νίνα.  Την έχω αγαπήσει αυτή την ηρωίδα παρόλο που δεν είναι ένας θετικός ήρωας. Αλλά είναι τόσο ζωντανή, τόσο ανθρώπινη, που ίσως αυτό είναι που με εξιτάρει τόσο πολύ και δεν καταλαβαίνω την κούραση. Βέβαια σε παρατεταμένο χρόνο παραστάσεων τόσο εγώ όσο και η Νένα (Μεντή), γιατί ανταλλάσσουμε αυτή την ταλαιπωρία που έχουμε και οι δυο μας, δεν αντέχουμε πολύ.

Πιστεύετε ότι έχετε κάποια κοινά στοιχεία με το ρόλο της Νίνας;

Στην αρχή πίστευα ότι δεν έχω κανένα κοινό στοιχείο με τη Νίνα. Έχει τη νοοτροπία του νεοέλληνα, ότι αφού τρώνε οι άλλοι θα φάμε και εμείς. «Με 10 μασέλες τρώνε όλοι», λέει στον άντρα της, «εσύ θα πας με τον σταυρό στο χέρι;». Δεν έχει δηλαδή μία ηθική στάση απέναντι σε κάποια τέτοια θέματα.  Το ένστικτο της επιβίωσης κυριαρχεί σε αυτή τη γυναίκα. Βέβαια παρόλο που λέει όλα αυτά, παρόλη τη φοβερή σχέση και τη σκληρότητα που υπάρχει στη σχέση της με την κόρη της, που τη βρίζει από το πρωί μέχρι το βράδυ και αντίστοιχα και η άλλη της σπάει τα νεύρα, ξεφεύγει τα φυσιολογικά όρια.

Είναι μια νοσηρή κατάσταση αυτή η σχέση.  Είναι συμπαθητική όμως.  Γιατί βλέπεις ένα πλάσμα το οποίο δεν έχει αγαπηθεί. Κατά βάθος είναι δυστυχισμένο. Την αγαπάς. Νιώθεις μια τρυφερότητα για αυτή. Παρόλο που νόμιζα ότι με αυτές τις γυναίκες δεν έχω πολύ σχέση, ίσως δε θα εκτιμούσα έναν τέτοιο τύπο γυναίκας, βλέπω, ίσως γιατί φαίνεται ξύπνησε κάποιες μνήμες μου, από όλους μας, που έχουμε στα σπίτια μας κάποιες γιαγιάδες να θυμόμαστε ή κάποιες θείες, που ήταν έτσι αυτές οι γυναίκες. Γιατί έτσι θα επιβίωναν. Δεν μπορούσαν διαφορετικά. Είμαι επιεικής και πολύ τρυφερή. Νιώθω μια αφόρητη τρυφερότητα για τη Νίνα και παίζοντάς τη το γλεντάω πάρα πολύ, γιατί έχει και τρομερό χιούμορ όλο αυτό.

Ίσως και η στάση της είναι μία άμυνα απέναντι σε μία ευαισθησία που ενδεχομένως έχει μέσα της.  Δεν ξέρω αν συμφωνείτε και εσείς;

Ναι. Υπάρχει μία στιγμή όμως που την αγαπώ ιδιαίτερα που λέει ότι: «Δε φταίει τίποτα. Είναι κάτι άλλο μέσα μου βαθιά, ένα πράγμα μαύρο, ένα αχ, υπάρχει ένα κρυμμένο αχ, αχ και να μην υπήρχα». Ένας καημός δηλαδή. Επειδή εμείς οι Έλληνες το έχουμε αυτό.  Νομίζω ότι είναι απατηλό ότι τάχα ως μεσογειακός λαός είμαστε πολύ του γλεντιού και του κεφιού.  Κατά βάθος έχουμε μια ηδονή στο πένθος και στο δράμα.  Σα να το ευχαριστιόμαστε και λίγο. Θαρρείς και ο Ταχτσής χτύπησε τη φλέβα αυτή της ψυχολογίας του νεοέλληνα. «Είναι κάτι άλλο μέσα μου βαθιά, ένα πράγμα μαύρο».

Αναλάβατε το ρόλο της Νίνας σχεδόν την τελευταία στιγμή, μετά από την αποχώρηση της Πέγκυς Σταθακοπούλου.  Πόσο δύσκολο ήταν για σας αυτό το εγχείρημα;

Φιλαρέτη ΚομνηνούΗ Πέγκυ αποχώρησε για προσωπικούς λόγους. Εγώ ήδη είχα προγραμματίσει άλλα πράγματα. Έγινε κάτι έκτακτο ξαφνικά και ουσιαστικά για την παράσταση αυτή έκανα πρόβες ούτε ένα μήνα, πολύ λιγότερο. Βλέποντας εσείς την παράσταση όμως καταλαβαίνετε ότι αυτό ήταν ένας άθλος. Εκείνος ο μήνας για μένα ήταν μαρτυρικός και μόνο για να απομνημονεύσω τα λόγια ενός έργου, μιας παράστασης που αρχικά ήταν 5ωρη, διότι μετά μειώθηκε η διάρκειά της. Μετά την πρώτη πρεμιέρα κόπηκε ένα μισάωρο.  Ίσως με κάτι τέτοιες αφορμές διαπιστώνουμε ότι έχουμε τεράστιες δυνάμεις μέσα μας. Βέβαια ξυπνούσα και κοιμόμουν συνέχεια με το βιβλίο στα χέρια γιατί τότε ανεβοκατέβαινα και στη Θεσσαλονίκη για το πανεπιστήμιο και μέσα στα αεροπλάνα ήμουν συνέχεια με το Τρίτο Στεφάνι και διάβαζα τα λόγια.

Αλήθεια κυρία Κομνηνού πιστεύετε από την εμπειρία σας ότι το ελληνικό κοινό είναι θεατρόφιλο;

Επειδή συνήθως αρέσκονται οι καλλιτέχνες να λένε για να κολακεύουν το κοινό διάφορα, εγώ θα σας πω κάτι άλλο που αποδεικνύεται τώρα με την οικονομική κρίση. Περίμενα ότι τα θέατρα θα είναι άδεια. Λογικό είναι ότι ο άλλος θα φροντίσει κυρίως να αγοράσει τρόφιμα από το σουπερμάρκετ.

Το θέατρο θεωρούσα ότι ήταν μέσα στα είδη πολυτέλειας που είχε η Ελληνική οικογένεια. Έλα όμως τώρα που γίνεται αυτή η έκπληξη και υπάρχουν πάρα πολλά θέατρα, ειδικά στην Αθήνα που ξέρω, αυτή τη στιγμή έχουν ξεπεράσει τον αριθμό των 200 θεάτρων, από τα μικρά μέχρι τα μεγάλα. Εδώ στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ περιορισμένος ο αριθμός, αλλά είναι πάρα πολλά από αυτά που γεμίζουν. Βέβαια φρόντισαν και ανάλογα και οι άνθρωποι και λογικά μείωσαν το εισιτήριο. Αλλά είναι γεμάτα, που σημαίνει δηλαδή ότι το έχει ανάγκη το Ελληνικό κοινό το θέατρο, ή ότι έχει σχέση με την τέχνη και αυτό είναι πολύ αισιόδοξο.

Από τους τόσους ρόλους που έχετε αναλάβει επιτυχώς ποιον θα χαρακτηρίζατε ως κορυφαίο ρόλο; Υπάρχει κάποιος; Κάποιος ρόλος που να σας έχει μείνει περισσότερο, είτε λόγω της ιδιαιτερότητάς του, είτε επειδή σας άρεσε πολύ, είτε επειδή ταυτιστήκατε παραπάνω;

(Παύση.)

Θέλει σκέψη αυτό;

Όχι, δε θέλει σκέψη. Είναι ένα περίεργο συναίσθημα. Τώρα που παίζω τη Νίνα, θεωρώ ότι είναι ένας ρόλος κορυφαίος, ή αν θέλεις ένας ρόλος που θα τον θυμάμαι πάρα πολύ έντονα και μετά από κάποια χρόνια. Ένας περίεργος μηχανισμός στην ψυχολογία του ηθοποιού. Την ώρα που υπάρχει ο ρόλος και κάνει παρέα με τον ρόλο, εγώ προσωπικά ζω με αυτό το ρόλο αυτό το διάστημα τον αισθάνομαι τον πιο σημαντικό. Όταν περνάει ο καιρός, ίσως από αυτοάμυνα, πρέπει αυτόν λίγο να τον διαγράψω για να υποδεχτώ τον καινούριο. Δηλαδή κάθε φορά για μένα είναι Ο Σημαντικός Ρόλος.

Μετά όμως έρχεται ο επόμενος και γίνεται αυτός ο πιο σημαντικός, σαν να είναι έρωτες καινούριοι που έρχονται και σβήνουν τους παλιούς για να υπάρξουν αυτοί. Όμως πρέπει οι άλλοι να περάσουν λίγο στη μνήμη, να διαγραφούν κατά κάποιο τρόπο. Αλλιώς δε θα υπάρχει χώρος μέσα μου για να δεχτώ τον καινούριο. Πάντως η «Ηλέκτρα» που είχα κάνει εδώ στο Κρατικό Θέατρο – ίσως επειδή έχω λατρεία στο αρχαίο δράμα – ήταν ένας ρόλος που αισθάνομαι ότι άλλαξα εγώ σαν συμπεριφορά υποκριτική, το πώς ήμουν πριν και το πώς ήμουν μετά.  Αλλά έτσι κι αλλιώς η σχέση σου με το αρχαίο δράμα σε μετακινεί καλλιτεχνικά και προσωπικά η επαφή σου με αυτό το λόγο, με το αρχαίο κείμενο και με τις δυναμικές που έχουν αυτοί οι ρόλοι, κάτι μέσα σου αναστατώνεται τόσο πολύ, που δεν είσαι το ίδιο όπως ήσουν πριν.

Μου άρεσε πάρα πολύ η απάντησή σας. Ειδικά αυτό που λέτε ότι πρέπει να υποδεχτείς τον καινούριο ρόλο, ένα κενό να το αφήσεις για τον επόμενο.

Υπάρχουν περίοδοι σε μια καλλιτεχνική διαδρομή που πρέπει να αδειάσεις μέσα σου, να καθαρίσεις, να αποχαιρετήσεις κάποιους ρόλους για να καλωσορίσεις κάποιους άλλους.

Μετά το Τρίτο Στεφάνι, ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

Είχα κάνει πριν από ένα χρόνο τη «Δεύτερη Γέννα», ένα μονόλογο που αγαπώ πάρα πολύ, του Θοδωρή του Γρηγοριάδη, που είναι και αυτός Μακεδόνας συγγραφέας. Υπάρχει μια περίπτωση αλλά είναι στις συζητήσεις να το παίξω στην Πειραματική Σκηνή μέσα στον Φλεβάρη ή τον Μάρτιο, θα δούμε.

Και μία τελευταία εντύπωση που σας αφήνει το κοινό της Θεσσαλονίκης. Γιατί πιστεύω ότι κάθε κοινό, ίσως αφήνει αυτό το άυλο στον αέρα, στην ατμόσφαιρα. Σας έχει αφήσει κάτι το κοινό της Θεσσαλονίκης;

Η Θεσσαλονίκη είναι η πατρίδα μου. Οπότε οποιαδήποτε κριτική κάνω θα την κάνω σαν Θεσσαλονικιά.  Δεν έχει σχέση με τον ξένο, τον επισκέπτη. Είναι ιδιαίτερο κοινό. Έχω σιγουρευτεί. Επειδή μια παράσταση παίζεται και σε άλλες πόλεις, και αυτή συγκεκριμένα στην Αθήνα όπου παίξαμε για πολύ μεγάλο διάστημα μπορείς να συγκρίνεις. Δηλαδή συγκρίνεις συμπεριφορές και αντιδράσεις θεατών. Το συγκεκριμένο έργο ας πούμε, έχει πάρα πολλά αστεία και πολλές κωμικές ατάκες, και οι Θεσσαλονικείς, δε γελάνε στις ίδιες ακριβώς ατάκες, εκτός από μερικές πολύ συγκεκριμένες, που εμείς οι ηθοποιοί λέμε ότι είναι τα στανταράκια, που έτσι κι αλλιώς θα αντιδράσει το κοινό. Υπάρχουν όμως άλλες που οι Θεσσαλονικείς γελάνε σε άλλα σημεία από ότι γελούσαν οι Αθηναίοι και μου κάνει εντύπωση αυτό.

Ένα παράδειγμα έχετε;

Τώρα δε μου έρχεται συγκεκριμένο παράδειγμα. Αλλά λέω, κοίταξε εδώ, δε γέλασαν, αλλά γέλασαν ξαφνικά σε ένα αναπάντεχο σημείο. Είναι η διαφορετική αίσθηση χιούμορ; Το κοινό στην Αθήνα ίσως να γελούσε πολύ περισσότερο και με περισσότερη ένταση, ενώ εδώ σαν να είναι τα πράγματα πιο συγκρατημένα. Αλλά είναι όμως πάρα πολύ θερμό το χειροκρότημα. Υπάρχει μια ζεστασιά στο χειροκρότημα του τέλους πολύ έντονη και ξέροντας τους πατριώτες μου, οι Θεσσαλονικείς είμαστε πιο μετρημένοι και συγκρατημένοι. Έχουμε ανάγκη να δοκιμάσουμε τις σχέσεις στο χρόνο για να ανοιχτούμε και να γίνουμε πιο εκδηλωτικοί. Οι Αθηναίοι είναι πολύ εκδηλωτικοί ή καμιά φορά ο τρόπος που εκφράζονται είναι  λίγο υπερβολικός. Κάτω είναι πιο εύκολη η προσέγγιση. Αλλά εδώ είναι για μένα πιο ουσιαστική. Εάν κάνεις μία φιλία, είναι μια πολύ γερή σχέση.

Και αυτό φαίνεται ίσως στο τέλος. Εφόσον «τους κερδίσετε» το χειροκρότημα βγαίνει πιο ζεστό.

Ναι, ναι.

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για τη συνέντευξη. Να είστε υγιής και καλή επιτυχία στην παράσταση.

Ευχαριστώ πολύ.