Κασσάνδρα Δημοπούλου: “Η δική μας διεθνής λυρική τραγουδίστρια αξιώσεων”
“Για εμένα η κρίση λειτουργεί περιέργως θετικά: με δικαιώνει και μου δίνει ευκαιρίες να αποδείξω ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος”
Η Σχέση της με την όπερα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «κεραυνοβόλος έρωτας», η διαδρομή της και η προσφορά της διεθνώς στην τέχνη συγκλονιστική!
Παρά το νεαρό της ηλικίας της η διαπρεπής ελληνίδα μέτζο σοπράνο φλερτάρει με την κορυφή μιας διεθνούς λαμπρής καριέρας, ενώ χαίρει ήδη μεγίστης εκτίμησης του δυσκολοκατάκτητου οπερατικού κόσμου παγκοσμίως!
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, η Ελληνίδα διεθνής λυρική τραγουδίστρια, Κασσάνδρα Δημοπούλου, με βαρυσήμαντες μουσικές σπουδές στην Ελλάδα και το εξωτερικό – τόσο σολιστικές (στο βιολοντσέλο) – όσο και στο κλασικό τραγούδι, το θέατρο και το χορό, αλλά και με το «πολυδιάστατο ταλέντο της – συνυφασμένο με σκληρή δουλειά, πάθος, πείσμα, τόλμη και ανήσυχο πνεύμα, θα διαγράψει μια – διόλου βραδυφλεγή – επιτυχή διεθνή καριέρα με διεθνείς σημαντικές διακρίσεις, βραβεία και διθυραμβικές κριτικές που τη συγκαταλέγουν δικαίως στα πλέον δημοφιλή ονόματα της παγκόσμιας λυρικής μουσικής!
Οι ρόλοι της την αποθεώνουν, ενώ η ευέλικτη, αιθέρια και δυναμική συνάμα αισθαντική – πληθωρική φωνή της συνδυασμένη με την εντυπωσιακή λυρική εκφραστικότητα και την εκρηκτική της σκηνική παρουσία την καταστούν πολύ σύντομα πρωταγωνίστρια ενός παιχνιδιού που ξέρει τόσο καλά να παίζει, να κυριαρχεί και να μας καταπλήττει επιβεβαιώνοντας ότι το μέλλον της ανήκει!
Ποιο το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με την τέχνη της όπερας; Πότε ανακαλύψατε την κλίση σας στην Όπερα; Πότε ξεκινάει το ταξίδι σας στο μουσικό θέατρο και ποιές οι δυσκολίες που κληθήκατε ν’ αντιμετωπίσετε στην πορεία σας;
Ήμουν ήδη στη Γερμανία για σπουδές βιολοντσέλου όταν άκουσα μια ηχογράφηση της όπερας “Οι Παλιάτσοι” με τον Luciano Pavarotti και ο έρωτας για το είδος αυτό ήταν κεραυνοβόλος. Πριν από αυτό δεν είχα καμία επαφή με την όπερα. Η Θεσσαλονίκη δεν είχε Λυρική Σκηνή και ο κόσμος μου ήταν αυτός της συμφωνικής μουσικής, το όραμά μου αυτό μιας σολιστικής καριέρας με το βιολοντσέλο. Όλα πήγαιναν προς τα εκεί με ταχύτατους ρυθμούς: στα 16 μου απέκτησα πτυχίο με Άριστα παίζοντας τα δυσκολότερα έργα του ρεπερτορίου, στα 17 μου είχα κερδίσει διεθνή υποτροφία από την Αγγλία για πτυχιακές σπουδές, είχα πρόταση από το Ωδείο Τσαϊκόφσκι στη Μόσχα και 9 χρόνια ορχηστρικής εμπειρίας.
Ξαφνικά όλα μου τα σχέδια αναποδογυρίστηκαν και η όπερα έγινε ο κόσμος μου. Ήταν δύσκολο να βρεθώ ξαφνικά στη θέση του “αρχάριου” γιατί ήδη ήμουν επαγγελματίας μουσικός και είχα σχεδόν εξαντλήσει τα περιθώρια τεχνικής εξέλιξης. Στο οπερατικό τραγούδι, είχα όλη τη μουσική γνώση (και πολύ παραπάνω, αν συγκρίνει κανείς τη γνώση του μέσου νεαρού, αρχάριου τραγουδιστή με αυτή του διπλωματούχου μουσικού) αλλά καμία επαφή με τον χώρο της όπερας. Ήταν σοκαριστικό για μένα: ξαφνικά ήμουν σε έναν κόσμο όπου δεν μετρούσε τίποτε από όλα αυτά που ήξερα να κάνω καλά και το μοναδικό πράγμα που ενδιέφερε τους άλλους ήταν η φωνή. Δεν μου άρεσε αυτή η αντιμετώπιση και δεν μου αρέσει ακόμη. Θεωρώ ότι ο πραγματικά αξιοσημείωτος τραγουδιστής ξεχωρίζει μόνο όταν όλα του τα προσόντα αναδεικνύονται μέσα από σκληρή εργασία, σε αρμονία, “αγκαλιάζοντας” τη φωνή και δίνοντάς της το καλύτερο δυνατό πλαίσιο.
Εύα Μαρά, Κασσάνδρα Δημοπούλου
Με αφορμή τη διοργάνωση του 1ου Φεστιβάλ Όπερας στην πόλη μας, δώστε μας το στίγμα του καθώς και το προφίλ της Όπερας “Νόρμα”, την οποία σκηνοθετείτε προσωπικά, αλλά και συμπρωταγωνιστείτε με την ντίβα της όπερας, Τζένη Δριβάλα! Πόσο τολμηρό εγχείρημα υπήρξε αυτό για εσάς;
Το 1ο Φεστιβάλ Όπερας ήταν ένα όραμα που είχαμε από κοινού με τον Φίλιππο Μοδινό, σύντροφό μου και συνιδρυτή της ομάδας Skull of Yorick Productions, με τον οποίο εγκατασταθήκαμε στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 2013. Η πόλη προσπαθεί να προβάλλει ένα πολύ εξωστρεφές προφίλ τα τελευταία χρόνια και η λέξη “τουρισμός” που ακούστηκε πολύ (ειδικά το 2013-2014) ήταν η λέξη κλειδί για την ιδέα αυτή του φεστιβάλ. Σκεφτήκαμε ότι εφόσον η πόλη μας “χτίζει” επάνω στον τουρισμό, τι καλύτερο από τη δημιουργία ενός φεστιβάλ όπερας; Η όπερα είναι η κορωνίδα της τέχνης και το πολιτιστικό “στολίδι” μιας πόλης. Μια πόλη που έχει όπερα, δείχνει ένα προφίλ ευημερίας και πολιτιστικής άνθισης.
Η όπερα είναι ένα κλασικό είδος το οποίο έχει διεθνή υπόσταση και κύρος και το κοινό της δεν περιορίζεται μόνο στους κατοίκους της πόλης της οποίας ανήκει, αλλά σε όλους. Έχοντας ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό και έχοντας συμμετάσχει σε πολλά φεστιβάλ όπερας, ξέρουμε καλά και οι δύο ότι μια τέτοια διοργάνωση, μόνο καλά μπορεί να επιφέρει σε μια πόλη- ειδικά όταν χτίζεται με γερές βάσεις, οικονομικές κυρίως, αλλά και ηθικές. Κι έτσι, μετά από 2 χρόνια πολύ σκληρής δουλειάς και συνθηκών, καταφέραμε το ακατόρθωτο. Ένα πρώτο φεστιβάλ όπερας στη Θεσσαλονίκη.
Το όραμα όμως δεν τελειώνει εδώ: θέλουμε να καταφέρουμε η Θεσσαλονίκη να ξαναποκτήσει δική της λυρική σκηνή.Ο κόσμος μας δικαίωσε και τόσο οι παραστάσεις στη Ρωμαϊκή Αγορά που ήταν δωρεάν για το κοινό όσο και η “Νόρμα” στο Μέγαρο Μουσικής που είχε εισιτήριο, ήταν ασφυκτικά γεμάτες από κόσμο που φάνηκε πολύ χαρούμενος! Αυτή η αγάπη του κόσμου είναι για μας είναι η μεγαλύτερη δικαίωση.
Με την κυρία Δριβάλα έχω ξανασυνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν και έχουμε “δέσει” πολύ καλά. Η συνεργασία μας στη “Νόρμα” υπήρξε εξαιρετική και με βοήθησε πολύ να “στήσω” το έργο γύρω από αυτήν. Η μεγαλύτερη χαρά για έναν σκηνοθέτη είναι να έχει έναν πρωταγωνιστή τέτοιου μεγέθους δίπλα του! Το μυστικό πιστεύω της καλής σκηνοθεσίας, όταν έχεις τόσο σπουδαίους πρωταγωνιστές, είναι να μην αφήνει κανείς τον εγωισμό του να παρεμβαίνει: οι μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης, όπως η Κα Δριβάλα, πρέπει να έχουν ελευθερία έκφρασης ώστε να νιώθουν άνετα και να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Έτσι κι έγινε. Θεωρώ τον εαυτό μου πάρα πολύ τυχερό που με εμπιστεύθηκε και με βοήθησε πάρα πολύ και στο φωνητικό μέρος.
Ως συμπρωταγωνίστρια, έμαθα πολλά δίπλα της για την χαμένη τέχνη του Bel Canto. Μετά τη “Νόρμα” κατάλαβα γιατί το Bel Canto είναι μια τέχνη που πεθαίνει και γιατί τα έργα αυτής της εποχής δεν ανεβαίνουν συχνά στις λυρικές σκηνές: είναι τρομαχτικά δύσκολα. Η μουσική γραφή στηρίζεται μόνο στην ομορφιά του τραγουδιού και αφήνει άπαντες εκτεθειμένους. Απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία και ακρίβεια από τους τραγουδιστές, κάτι που αμέσως περιορίζει τις τυχόν τολμηρές σκηνοθετικές ιδέες. Γι’ αυτό και επιλέξαμε ένα “κλασικό” ανέβασμα. Θέλαμε η ομορφιά της μουσικής να συμβαδίσει με την ομορφιά του εικαστικού μέρους και να αφήσει τον θεατή να “χαθεί” κάπου ανάμεσα στα φωνητικά ακροβατικά που σπάνια πια ακούει ζωντανά και στις πανέμορφες μελωδίες του Bellini.
Τι σημαίνει για εσάς «όπερα» και πού έγκειται η ιδιαιτερότητά της από τα άλλα είδη μουσικής;
Η όπερα (στα ιταλικά “όπερα” σημαίνει “’έργο”) είναι ένα είδος που δημιουργήθηκε στην Ιταλία, ως προσπάθεια αναβίωσης του αρχαίου Ελληνικού δράματος. Γνώρισε αρκετούς αιώνες άνθισης και η ιδιαιτερότητά της είναι ότι συνδυάζει πολλές τέχνες μαζί: θέατρο, μουσική, τραγούδι, χορό. Η όπερα βασικά, είναι ο πρόγονος του κινηματογράφου – και του μιούζικαλ. Αυτό που την ξεχωρίζει σαν είδος είναι ότι δεν χρησιμοποιούμε ενίσχυση όταν ερμηνεύουμε και ότι φτάνουμε σε φωνητικά άκρα. Δεν υπάρχει τίποτε πιο δύσκολο από το οπερατικό τραγούδι και αυτό από μόνο του, όταν το βιώσεις ζωντανά από καλούς ερμηνευτές, είναι κάτι που εξιτάρει τις αισθήσεις και σε γεμίζει ενέργεια.
Πολυδιάστατο ταλέντο, ασχολείστε από το 2011 και με τη σκηνοθεσία όπερας. Ποιες οι επιπλέον απαιτήσεις στο πέρασμα αυτό στη σκηνοθεσία και ποια η ειδοποιός διαφορά από τη θεατρική σκηνοθεσία;
Ο σκηνοθέτης όπερας πρέπει να έχει συγκεκριμένες γνώσεις. Εκτός από μουσική γνώση (να έχει δηλ. μουσικές σπουδές) καλό θα ήταν να έχει και φωνητική γνώση και να γνωρίζει πολλές ξένες γλώσσες. Με λίγα λόγια, να έχει τη γνώση του λυρικού τραγουδιστή και κάτι παραπάνω: θεατρική γνώση, ιστορικές γνώσεις, ενδυματολογικές και εικαστικές γνώσεις κτλ. Αν ο σκηνοθέτης όπερας σκηνοθετεί με λιγότερες γνώσεις για το είδος από τον ίδιο τον τραγουδιστή, δημιουργείται το ακόλουθο χάος: οι τραγουδιστές χάνουν τον σεβασμό τους και υψώνουν τείχη αδιαπέραστα απέναντι στον σκηνοθέτη. Έχω τύχει πάρα πολλές φορές σε τέτοιες παραγωγές και έχω δει πολλούς σκηνοθέτες να χάνουν την πυγμή τους απέναντι στην ομάδα.
Οι θεατρικοί σκηνοθέτες συνήθως έχουν μεγάλη γνώση του θεάτρου αλλά ελάχιστη (ή καμία) της μουσικής κι έτσι οι κόσμοι αναπόφευκτα συγκρούονται. Οι μεν θεωρούν τους δε κατώτερους, ενώ πρόκειται για άλλα είδη: το ότι η όπερα εμπεριέχει το θέατρο, δεν σημαίνει ότι είναι θέατρο: έχει άλλους κώδικες και κανόνες. Οι τραγουδιστές έχουν – λόγω της φωνητικής δεξιοτεχνίας- περιορισμούς στην κίνηση: ένα καλό παράδειγμα είναι η “Νόρμα”: αν ζητούσα από την πρωταγωνίστρια να τραγουδάει την “Casta Diva” (την προσευχή στη Σελήνη στην 1η πράξη) να χορεύει παράλληλα, θα ήταν σα να ζητούσα από κάποιον να κεντήσει ενώ τρέχει! Οι περιορισμοί αυτοί δεν χαίρουν σεβασμό πολλές φορές από σκηνοθέτες που δεν έχουν καμία εξοικείωση με την λυρική τέχνη και προσωπικά έχω βρεθεί πολλές φορές στην δυσάρεστη θέση – λόγω σκηνοθεσίας- να πρέπει να χοροπηδάω πάνω κάτω ενώ τραγουδάω δεξιοτεχνικά πράγματα, για να “ευχαριστήσω” το κοινό (ή την παραγωγή).
Όσο πλάκα και να έχει, πιστέψτε με, δεν δίνει τίποτε παραπάνω στο αποτέλεσμα: κάποια πράγματα, είναι ωραία ως έχουν και η δεξιοτεχνία στο οπερατικό τραγούδι, είναι υπέρ-αρκετή για να ενθουσιάσει το κοινό. Εκτός από αυτό, η όπερα έχει και κανόνες ακουστικής: επειδή δεν τραγουδάμε με ενίσχυση, οι θέσεις μας επί σκηνής είναι συνήθως τέτοιες, ώστε να μεταφέρεται ο ήχος προς το κοινό: δεν τραγουδάμε σχεδόν ποτέ προς τα πίσω της σκηνής, ώστε η φωνή να ακούγεται καλά ως την τελευταία σειρά και να διαπερνάει την ορχήστρα. Μπορώ να γράψω πολλά παραδείγματα σχετικά. Το συμπέρασμα είναι ότι η όπερα έχει κανόνες και όταν αυτοί καταπατούνται λόγω προσωπικών συμφερόντων, δημιουργούνται εντάσεις και δυσαρέσκειες που τελικά αποδυναμώνουν το αποτέλεσμα. Σκεφτείτε το αλλιώς: είμαστε “πρωταθλητές στίβου”.
Αν οι προπονητές μας δένουν τα παπούτσια μας μεταξύ τους και μας ζητάν να κάνουμε αυτά που πρέπει να κάνουμε με τόση δυσκολία, είναι μάλλον παρανοϊκό και εν τέλη, άχρηστο. Εγώ δυσκολεύτηκα στο επίπεδο διαχείρισης της ομάδας. Όταν άρχισα να σκηνοθετώ, δεν είχα εμπειρία σε θέση “αρχηγού” και αυτό με έφερε πολλές φορές αντιμέτωπη με τον εαυτό μου σε πολύ άβολες καταστάσεις. Επίσης, είχα πολλές “ιδέες” για το έργο από πολύ πριν αρχίσω να δουλεύω με την ομάδα.
Τελικά διαπίστωσα ότι ο σκηνοθέτης μπορεί να έχει μια κεντρική ιδέα, αλλά η ομάδα με τις δυνατότητές της και οι καταστάσεις, είναι αυτά που θα ορίσουν το αποτέλεσμα και δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε που μπορείς να κάνεις για να το αλλάξεις. Με τον καιρό, απλά επιλέγεις καλύτερα μέλη για την ομάδα κι έτσι όλα γίνονται πιο εύκολα. Μου έλειπαν και αρκετές τεχνικές γνώσεις, αλλά σιγά-σιγά μαθαίνω. Δε θα σκηνοθετούσα ποτέ θέατρο πρόζας. Υπάρχουν καταπληκτικοί σκηνοθέτες που είναι υπέρ αρκετοί για να εξυπηρετήσουν το είδος, ενώ στην όπερα, είμαστε ελάχιστοι.
Κασσάνδρα Δημοπούλου, Τζένη Δριβάλα
Εκτός την όπερα, ποιο άλλο μουσικό δρόμο θα ακολουθούσατε ως ερμηνεύτρια; Θα στρεφόσαστε ποτέ στο χώρο της ροκ μουσικής (εννοώ μια ροκ όπερα);
Δε νομίζω ότι θα με κερδίσει άλλος χώρος ολοκληρωτικά. Έχω κάνει συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες και έχω μπλεχτεί και με άλλα είδη μουσικής και πάντα πέρασα όμορφα. Ανήκω όμως στην όπερα. Η ροκ όπερα είναι ένα ωραίο είδος που μοιάζει αρκετά στην κλασική όπερα από κάποιες απόψεις και δε θα έλεγα όχι, αν ο ρόλος μου ταίριαζε τόσο φωνητικά, όσο και εμφανισιακά. Πάντα όμως, όταν μπαίνει το μικρόφωνο ανάμεσα σε μένα και το κοινό, κάτι “χάνεται”. Αυτό μου λείπει σε όλα τα είδη εκτός από την όπερα: η αμεσότητα του ήχου και η δύναμη που βγαίνει από μέσα μας προκειμένου να φτάσει ο ήχος μακριά. Αυτή η ενέργεια δίνει και το κάτι παραπάνω σαν αίσθηση στον ακροατή.
Πόσο δύσκολο είναι να καθιερωθεί κάποιος λυρικός τραγουδιστής σήμερα, δεδομένου ότι το μουσικό αυτό είδος θεωρείται όχι και τόσο “εμπορικόν” και προσβάσιμο ακόμη στο πλατύ κοινό;
Δυστυχώς η καθιέρωση στον χώρο της όπερας δεν περνάει πια από το κοινό και αυτός κυρίως είναι ο λόγος που η όπερα αποξενώθηκε σαν είδος. Περνάει εδώ και αρκετά χρόνια μόνο από τα χέρια κάποιων που διαχειρίζονται τον χώρο (καλλιτεχνικοί διευθυντές, μάνατζερ, πολιτιστικοί σύλλογοι, κράτος) και τα συμφέροντα είναι βασικά οικονομικά, μεταξύ των. Η όπερα για πολλά χρόνια “μοίραζε” πολλά χρήματα και αυτοί που βρίσκονταν σε τέτοιες θέσεις-κλειδιά ήταν τρομερά προνομιούχοι. Οι δε τραγουδιστές γίναμε όλο και περισσότεροι, ενώ οι λυρικές σκηνές άρχισαν να λιγοστεύουν.
Ο τραγουδιστής πια είναι αναλώσιμος και δεν έχει καμία δύναμη, πλέον είναι καθαρά θέμα πολιτικής και τύχης το αν και πόσο θα κάνεις καριέρα. Το καλλιτεχνικό επίπεδο έχει πέσει πάρα πολύ διεθνώς, τα κασέ επίσης και οι τραγουδιστές διαρκούν στην καλύτερη περίπτωση, 10 χρόνια. Η όπερα περνάει μια πολύ άσχημη περίοδο παρακμής. Εμείς αποφασίσαμε ότι δεν μπορούμε να ζούμε πια έτσι. Γι’ αυτό και βάλαμε μπρος την ομάδα μας και παλεύουμε τόσο σκληρά. Το κοινό μας είναι η δύναμή μας και σε αυτό βασιζόμαστε.
Πόσο ρόλο έπαιξαν οι βαρυσήμαντες μουσικές σπουδές σας στην – όχι και τόσο βραδυφλεγή – καταξίωσή σας ως σοπράνο διεθνώς και δη στην Ελλάδα;
Οι σπουδές μου ήταν ένα “αναγκαίο κακό”. Εννοώ ότι η γενιά μου έπρεπε να κάνει σπουδές και μάλιστα πολύχρονες, γιατί έτσι έπρεπε να γίνει τότε κι αν δεν το έκανες δεν ήσουν σωστός. Ήταν η “μόδα”. Όχι ότι δεν έμαθα πράγματα στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι φεύγοντας από την Ελλάδα, οι μουσικές μου γνώσεις ήταν ολοκληρωμένες. Σπούδασα 9 χρόνια στο Νέο Ωδείο Θεσ/νίκης σε μια περίοδο μεγάλης ακμής και βγήκα από εκεί έτοιμη. Οι σπουδές στο εξωτερικό μου έδωσαν άλλα πράγματα.
Γνώρισα τον διεθνή ανταγωνισμό, την σκληρότητα της αντικειμενικότητας, τον ρατσισμό, την επιβίωση σε κάθε κατάσταση μακριά από το σπίτι σου, τη μοναξιά, όλα αυτά που σε κάνουν “ενήλικα”. Ταυτόχρονα απελευθερώθηκα σε πολλά επίπεδα και άνοιξε το μυαλό μου. Όλα αυτά δημιούργησαν μια δυναμική και έναν χαρακτήρα που καλώς ή κακώς, κατάφερε, ξεκινώντας στα 17 του χρόνια από το πουθενά και χωρίς καμία σχέση με την όπερα να καταφέρει να κάνει κάποια σπουδαία πράγματα.
Την τέχνη μου όμως την έμαθα και την μαθαίνω- και θα την μαθαίνω- στην πράξη. Η τέχνη της όπερας δεν μαθαίνεται στην σχολή, μαθαίνεται επάνω στην σκηνή και, όσο και να σε κατακρίνουν όταν ανεβαίνεις εκεί πάνω “ανέτοιμη” από κάποιες απόψεις, είναι αναγκαίο για να εξελιχθείς. Εν τέλη όλα γίνονται πραγματικότητα και δοκιμάζονται στην σκηνή και όχι στο δωμάτιο της σχολής. Με την ομάδα μας και με τους μαθητές μας κάνουμε ακριβώς αυτό: τους ανεβάζουμε στην σκηνή από την αρχή. Αυτό είναι η σωστή εκμάθηση κάθε τέχνης.
Γιατί, πιστεύετε, η Όπερα δεν προβάλλετε έντονα ή όσο θα έπρεπε από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας;
Αυτό που βλέπω να συμβαίνει, είναι ότι οι φορείς δεν προβάλλουν τους καλλιτέχνες, αλλά τους ίδιους τους φορείς ή το έργο που ανεβαίνει. Πολλές φορές στις αφίσες προβάλλεται περισσότερο ο… γραφίστας, που θα κάνει ένα περίεργο, πολλές φορές ακαθόριστο σχέδιο. Για να κερδίσεις μια μάχη, πρέπει να έχεις “ήρωες”. Στην τέχνη και τη διαφήμιση, οι “ήρωες” δεν είναι ο Βέρντι ή ο Μότσαρτ, αλλά οι τραγουδιστές. Πάντα ήταν και πάντα θα είναι.
Φανταστείτε πώς θα ήταν αν το ’50 στην Σκάλα του Μιλάνο διαφημιζόταν μόνο η “Τραβιάτα” αντί για την Μαρία Κάλλας, ή αν η Μετροπόλιταν Όπερα σήμερα διαφήμιζε μόνο την “Μποέμ” και όχι την Άννα Νετρέπκο. Τα πρόσωπα είναι το πιο σημαντικό στην τέχνη. Γι’ αυτό κι εμείς επιλέγουμε να σχεδιάζουμε αφίσες με τα πρόσωπα των συντελεστών, ποτέ με σχεδιάκια, όσο όμορφα κι αν είναι. Προσπαθούμε να πηγαίνουμε σε συνεντεύξεις όταν μας καλούν και γενικά, φροντίζουμε οι ίδιοι τις σχέσεις μας με τους εκπροσώπους των ΜΜΕ. Ως τώρα μας έχουν φερθεί πολύ καλά και τους ευχαριστούμε.
Πώς κρίνετε το σημερινό επίπεδο μουσικής αισθητικής του μέσου Έλληνα σε σχέση με το επίπεδο του μέσου Ευρωπαίου;
Το επίπεδο της μουσικής αισθητικής καλλιεργείται εν μέρη σε μικρή ηλικία και επηρεάζει βέβαια το τι μουσική θα αγαπήσεις και θα συνηθίσεις, αλλά δεν είναι όλα θέμα μόρφωσης: ο Έλληνας έχει μέσα του ένα αλάνθαστο ένστικτο που τον κάνει να αγαπάει το “αυθεντικό” στον καλλιτέχνη. Αυτό το ζούμε συνέχεια από τότε που γυρίσαμε στην Ελλάδα. Το κοινό μας αγαπάει και το αγαπάμε κι εμείς. Η όπερα είναι η τέχνη που εμείς τυχαίνει να πρεσβεύουμε, αλλά δεν το κάνουμε γιατί θέλουμε να πείσουμε τον κόσμο να ακούει αυτό και όχι κάτι άλλο.
Θέλουμε να μας αγαπήσει εμάς γι’ αυτό που είμαστε όταν βρισκόμαστε επί σκηνής και τελικά, κερδίζουμε. Ο μέσος Ευρωπαίος έχει μεγαλύτερη δυσκολία να αποδεχτεί το “αυθεντικό” και να δοθεί συναισθηματικά σε έναν καλλιτέχνη. Αν δεν τους κάνεις να νιώσουν ότι αυτό που τους δίνεις είναι κάτι που θέλει “εκπαίδευση” για να το “καταλάβουν”, όπως λανθασμένα κάνουν πολλοί εκπρόσωποι των κλασικών τεχνών, οι Έλληνες είναι πιο ανοιχτοί. Εγώ αγαπάω πολύ το ελληνικό κοινό. Αν τους κερδίσεις, σου δίνει πίσω μεγάλη αγάπη και αφοσίωση.
Σε ποιο βαθμό η κρίση επηρέασε το δικό σας μουσικό χώρο;
Ο χώρος μας ήταν σε παρακμή ήδη πριν την κρίση για τους λόγους που εξήγησα σε προηγούμενη ερώτηση. Η κρίση βασικά καταστρέφει ό,τι στεκόταν για λάθος λόγους. Αυτό ισχύει και για τον χώρο μου. Ας καταστραφεί αυτό που χτίστηκε στραβά κι ας γίνει κάτι καλύτερο. Προσωπικά δεν έχω να χάσω τίποτε από κάτι το οποίο δεν λειτουργεί για το συμφέρον μου -και όταν λέω “μου” εννοώ εμένα και όλη τη νέα και άτυχη γενιά καλλιτεχνών. Ίσως τελικά να φέρει και κάποια καλά (η κρίση). Δε χαίρομαι φυσικά που όλοι ζορίζονται και στεναχωριούνται- μακάρι να μην χρειαζόταν αυτό- η δική μου ζωή όμως δεν υπήρξε ποτέ “άνετη” και έτσι δεν καταλαβαίνω τη διαφορά. Για μένα η κρίση λειτουργεί περιέργως θετικά: με δικαιώνει και μου δίνει ευκαιρίες να αποδείξω ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος.
Έχουν δρομολογηθεί τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια; Ποια είναι αυτά;
Τον Οκτώβριο θα είμαστε Αθήνα για 3 παραστάσεις σε συνεργασία με το Ιταλικό Ινστιτούτο. Μετά θα πάμε Αμερική για συναυλίες και από Ιανουάριο ξαναρχίζουμε παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Εν τω μεταξύ, ήδη χτίζουμε το 2ο Φεστιβάλ Όπερας για το 2016. Παραπάνω δεν μπορώ να αποκαλύψω, αλλά τα νέα θα τα μάθετε πρώτοι!
Πώς οραματίζεσθε και πώς βλέπετε το μέλλον της Όπερας στην Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό;
Με νέους ανθρώπους στη σκηνή και στο κοινό, με τους τραγουδιστές να παίρνουν τη θέση και τον σεβασμό που τους αξίζει. Στην Ελλάδα, θα ήθελα να δω την Εθνική Λυρική Σκηνή ακόμη ζωντανή για πολλά χρόνια και γεμάτη νέους Έλληνες καλλιτέχνες και θα ήθελα σύντομα μια νέα Λυρική Σκηνή Β. Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη. Ζητάω πολλά; Δίνω επίσης πολλά. Ελπίζω ότι θα τα καταφέρουμε να κρατήσουμε τους καλλιτέχνες μας εδώ, ζωντανούς και χαρούμενους, να φωτίζουν με την τέχνη τους τη ζωή μας.
Αποτελεί γενική διαπίστωση – κανόνα, ότι ένας Έλληνας καλλιτέχνης του δικού σας απαιτητικού χώρου (της όπερας) γίνεται κοινώς αποδεκτός στην Ελλάδα, μόνον αφού προηγηθεί η καθιέρωση στο εξωτερικό! Πώς το ερμηνεύετε; Ποια η προσωπική σας τοποθέτηση επί του θέματος;
Σίγουρα μια διεθνή καριέρα με διάρκεια σε κάτι το τόσο διεθνές όπως η όπερα είναι το ζητούμενο, αλλά πια λίγοι το καταφέρνουν και ακόμη λιγότεροι το συντηρούν εις βάθος χρόνου. Αυτό όταν συμβαίνει, σε καθιερώνει διεθνώς, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά πάντα στα στενά πλαίσια του κύκλου της όπερας. Δε γίνεσαι πια “σταρ” – για να το πω απλά- με ελάχιστες εξαιρέσεις που πια εξυπηρετούν συμφέροντα μεταξύ χωρών και αγορών (όπως η Άννα Νετρέπκο που εκπροσωπεί την Ρωσία για πολύ συγκεκριμένους λόγους κ.ά.). Υπάρχουν βέβαια χώρες που τιμούν και ταυτόχρονα προωθούν πολύ καλύτερα το καλλιτεχνικό δυναμικό τους προς τα έξω (η Ρωσία, η Γερμανία, η Αμερική).
Στην Ελλάδα δυστυχώς ακόμη κυριαρχεί μια “ξενολατρία”. Οι φορείς ακόμη και σήμερα, προτιμούν να φέρνουν στις παραγωγές τους άγνωστους ξένους καλλιτέχνες, αντί να χρησιμοποιούν τους ντόπιους και μάλιστα τους φέρονται πολύ καλύτερα σε όλα τα επίπεδα. Οι φορείς και ο κύκλος της Ελλάδας, θέλει να δει τον καλλιτέχνη να γίνεται “ξένος” για να τον σεβαστεί και να του φερθεί αντίστοιχα. Είναι ένα περίεργο και νοσηρό φαινόμενο που ευτυχώς μένει μόνο στα πλαίσια του κύκλου, που στην περίπτωση της όπερας στην Ελλάδα, είναι μικροσκοπικός.
Τζένη Δριβάλα
Ευτυχώς το κοινό δεν το νοιάζει το βιογραφικό, το οποίο πολλές φορές είναι και αναληθές. Το εντυπωσιάζει ίσως για μια στιγμή, αλλά μετά αυτό που το κερδίζει, είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης και η δουλειά του. Το βιογραφικό μετράει λίγο στην αρχή της καριέρας και λειτουργεί ως μια συστατική επιστολή που δικαιολογεί το δικαίωμά σου να αναζητήσεις εργασία. Η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει καλύτερη επίγνωση του ποια είναι η θέση της στον διεθνή χώρο της όπερας (και γενικώς) και να αρχίσουν όλοι να φέρονται ανάλογα. Οι Έλληνες καλλιτέχνες αξίζουν πολλά και η χώρα μας πρέπει να φροντίζει ώστε να έχουμε εργασία και εδώ και στο εξωτερικό, όχι το αντίθετο.
Ποιος ρόλος σας αποτέλεσε το εφαλτήριον για την αξιόλογη μετέπειτα καριέρα σας ως λυρική τραγουδίστρια διεθνούς βεληνεκούς;
Η Κάρμεν, αλλά νιώθω ότι ακόμη έχω πολύ μέλλον μπροστά μου με ρόλους και εμφανίσεις και εδώ και στο εξωτερικό. Η καριέρα κάνει κύκλους (όπως και όλα στη ζωή). Αυτή την στιγμή επέλεξα να χτίσω κάτι σημαντικό στην Ελλάδα, γιατί επί πολλά έτη ήμουν χωρίς “ρίζα”. Έβλεπα να μας διώχνει η χώρα με τη δικαιολογία ότι “η χώρα δεν σου αξίζει” και αναρωτιόμουν το γιατί. Μετά κατάλαβα ότι τα λεφτά ήταν πολλά και κανείς δεν ήθελε να τα μοιραστεί με πολλούς… Όπως και να έχει, η εποχή αυτή φεύγει και έρχεται μια καινούργια, ελπίζω αυτή που η Ελλάδα θα ενδυναμώνει το δυναμικό της και δε θα το διώχνει. Η όπερα δεν είναι ένας κόσμος που χτίζεται μέσα σε μια μέρα ή μερικά χρόνια. Είναι όλη μας η ζωή. Θέλω να πιστεύω ότι τα καλύτερα έρχονται!
Εν όψει του 4ου “Διεθνούς Meeting «Vaggelis Kourkoutidis Memorial» – Indoor Jumping Festival” ο Επικεφαλής – Meeting Organizer της διοργάνωσης και Ομοσπονδιακός Προπονητής του ΣΕΓΑΣ, κ. Νίκος Βαρσάμης μας παραχώρησε μία άκρως ενδιαφέρουσα και ενημερωτική Συνέντευξη στο Thessaloniki City Guide.
Ο σκωπτικός και πολυπράγμων Πέρης Μιχαηλίδης (Σκηνοθέτης – Ηθοποιός) με βλέμμα άκρως διερευνητικό και πρωτοποριακό μας εκπλήσσει με τη νέα του σκηνοθετική απόπειρα υπό τη σκέπη του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Ο πολυγραφότατος, πολυτάλαντος και πολυσχιδής δημιουργός των μεγάλων επιτυχημένων ιστορικών ταινιών και μετρ της θεατρικής Κωμωδίας επιστρέφει δυναμικά και μας εκπλήσσει – εκ νέου – ευχάριστα με τη νέα του ρομαντική κομεντί “Απόψε σε θέλω πάλι” παντρεύοντας δεξιοτεχνικά τα στοιχεία της Κωμωδίας με τους έντονους προβληματισμούς του ανθρώπου για την ίδια τη ζωή.
Η ηλεκτρική σόμπα χαλαζία αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια κλασική επιλογή θέρμανσης για κάθε σπίτι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύριο μέσο θέρμανσης ή και ως συμπληρωματικό παράλληλα με άλλες συσκευές.
Η χαρισματική, διακεκριμένη Μezzo Soprano Σταματία Μολλούδη (λυρική τραγουδίστρια – Vocal coach και ιδιοκτήτρια της Vocal portal) μας προσκαλεί εκ νέου σε μια άκρως ξεχωριστή και πρωτότυπη Μουσική παράσταση στο πνεύμα των Εορτών στο Βασιλικό Θέατρο.