Η αγάπη του για την κλασική μουσική σχεδόν εμμονική, το καλλιτεχνικό του ταλέντο πολυδιάστατο, η φωνή του στεντόρεια με λεπτές, δεξιοτεχνικές αποχρώσεις δραματικής έντασης, η δύναμη της εκφραστικής του δεινότητας ασύλληπτη – συνυφασμένη με έντονη λυρική ευαισθησία – η προσωπικότητά του πληθωρική, οι ερμηνείες του ξεχωριστές και ασύγκριτες…σαν οι νότες να ρέουν με συναρπαστική φυσικότητα και γοητεία, το ταξίδι του στην οπερατική τέχνη αξιοζήλευτο διανθισμένο με πληθώρα σπουδαίων συνεργασιών και καινοτόμους δρόμους δημιουργίας και αστείρευτης καλλιτεχνικής έμπνευσης.
Γεννημένος στη Βρέμη της Γερμανίας, ο καταξιωμένος τενόρος Φίλιππος Μοδινός – γιος του αείμνηστου διάσημου βαρύτονου Τζων Μοδινού και της διεθνούς σοπράνου Τζένης Δριβάλα – με βαρυσήμαντες μουσικές σπουδές, ευρυμάθεια και επαγγελματική αρτιότητα θα διανύσει μια μακράν, ενδιαφέρουσα μουσική πορεία στο χώρο του λυρικού τραγουδιού διευρύνοντας το καλλιτεχνικό του ταλέντο άλλοτε σε γνώριμους κλασικούς δρόμους και άλλοτε σε πρωτοποριακούς, ανατρεπτικούς πιο σύγχρονους…με το ερμηνευτικό του ταλέντο να ισορροπεί με την ίδια ευστοχία – τόσο σε ρόλους λυρικού θεάτρου -όσο και ρόλους ορατορίου και σε ροκ- μέταλ μπάντες (όπως η μπάντα ¨Εξόριστοι”).
Πρόσφατα σκηνοθέτησε την κορυφαία – εκ των δημοφιλέστερων έργων της παγκόσμιας όπερας “Τosca” του Puccini, όπου συμπρωταγωνιστεί με τη μέτζο σοπράνο σύζυγό του, Κασσάνδρα Δημοπούλου με την καλλιτεχνική τους ομάδα ” Scull of Yorick Productions) και τη σύμπραξη της Συμφωνικής Ορχήστρας Λάρισας, μια παραγωγή που υπόσχεται να μαγέψει το φιλοθεάμον κοινό σε 2 μοναδικές παραστάσεις (25 και 27 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης).
Με αφορμή την επερχόμενη παράσταση της πλέον διάσημης όπερας του Πουτσίνι στο Μ.Μ.Θ (στις 25 και 27 Νοεμβρίου) από την καλλιτεχνική σας ομάδα Skull of Yorick Productions, δώστε μας εν συνόψει την ταυτότητα καθώς και το στίγμα της ως σκηνοθέτης και ερμηνευτής σ’ αυτήν!
Το στίγμα της παράστασης είναι μία κλασσική προσέγγιση. Αν θα έπρεπε να αναζητήσω τη “διαφορετικότητα” σε σχέση με άλλες παραστάσεις, θα έλεγα ότι με ενδιέφερε πάρα πολύ να είναι όσο πιο κοντά γίνεται σε κινηματογραφική προσέγγιση η σκηνοθεσία. Και εγώ ο ίδιος ως ερμηνευτής, προσεγγίζω τον ρόλο ως μία σειρά από φυσικές αντιδράσεις αν εγώ ο ίδιος ήμουν σε αυτή τη κατάσταση. Όλα αυτά βέβαια έχουν και έναν περιορισμό χρόνου που δεν μου επιτρέπει να δουλέψω με την όση λεπτομέρεια θα ήθελα, αλλά θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό πετύχαμε κάποια πράγματα που θέλαμε.
Πού έγκειται η δημοφιλία και η διαχρονικότητά της Tosca; Ποια η ιδιαιτερότητά της που την κατέστησε ως την πιο δημοφιλή όπερα του Puccini;
Μάλλον είναι το θέμα της και η προσέγγιση της σύνθεσης, που μία τέτοια προσέγγιση υιοθετήθηκε από τον κινηματογράφο λίγα χρόνια αργότερα. Οι περισσότερες τραγικές όπερες συνήθως φέρουν ένα μεγαλείο, και έχουν μία ιστορία αρκετά ρομαντική με ήρωες και καμιά φορά με “κακούς”. Η ιστορία της Τόσκα είναι ουσιαστικά μία σειρά κακών συγκυριών που ωθούν 4 ανθρώπους στο θάνατο. Φυσικά σε μεγάλο βαθμό, συμπαθούμε την Τόσκα και τον Καβαραντόσσι, τους δύο εραστές, αλλά μέσα στο έργο ο Σκάρπια, ο “κακός” της υπόθεσης, προσπαθεί να πάρει το κοινό με το μέρος του. Και ίσως και για λίγο το κοινό να τον συμπαθεί… Οπότε και μέσα στην ιστορία και όχι μόνο στα μουσικά εφέ, η Τόσκα μας πηγαίνει συναισθηματικά σε μέρη που ίσως άλλες όπερες να μη μας πηγαίνουν.
Σε ποιο είδος την τοποθετείτε ως λιμπρέτο;
Θρίλερ είναι. Και μπορεί κανείς αν θέλει να τραβήξει και πολύ το σχοινί και να το κάνει αρκετά άγριο. Δεν το έχουμε τραβήξει τόσο πολύ το σχοινί στη προκειμένη περίπτωση…αλλά λίγο το τραβήξαμε και εμείς. Πιο συγκεκριμένα μπορεί να θεωρηθεί και Αστυνομικό ή και Πολιτικό θρίλερ, εφόσον εκτός από “ερωτικά” κίνητρα (το βάζω σε “ “ γιατί τα κίνητρα του Σκάρπια δεν είναι αγνά ερωτικά) μεγάλο θέμα στην όπερα είναι η δύναμη και διαφθορά της αστυνομίας της εποχής, καθώς και ο φόβος τους για μία ενδεχόμενη νίκη του Ναπολέοντα.
Έχετε αλλάξει κάποιο μέτρο ή διατηρήσατε το πρωτότυπο;
Αν εννοείται μουσικά, όχι, δεν έχουμε αλλάξει τίποτα. Παίζουμε τα πάντα έτσι όπως τα ζητά ο συνθέτης. Και σε ελάχιστα σημεία έχουμε αλλάξει ελαφρά τις σκηνοθετικές οδηγίες.
Η Tosca είναι περισσότερο χορογραφία παρά σκηνοθεσία, εσείς δηλαδή σκηνοθετείτε ή χορογραφείτε τελικά στο συγκεκριμένο οπερατικό έργο;
Χορογραφώ. Και όσες φορές έχω σκηνοθετήσει όπερα, προς τη χορογραφία κατευθύνομαι παρά προς τη σκηνοθεσία. Έχω σκηνοθετήσει και θεατρικό, και εκεί υπήρχε άλλη προσέγγιση στο να κατορθώσω να βγάλω από τους ηθοποιούς το σωστό ρυθμό του λόγου… η όπερα, και ιδιαιτέρως μία όπερα σαν τη Τόσκα, τα έχει έτοιμα όλα αυτά.
Πρόκειται για μια ρεαλιστική και όχι αληθοφανή όπερα! Πως αποδίδεται μουσικά και ερμηνευτικά αυτή η ρεαλιστικότητα (βερισμός);
Θα έλεγα ότι ο ρυθμός του λόγου βγάζει τον ρεαλισμό. Δηλαδή, αν εξαιρέσουμε κάποιες άριες των πρωταγωνιστών, που είναι γραμμένες με το κλασσικό οπερατικό στυλ όπου η μελωδία καθορίζει τον ρυθμό του λόγου, το έργο ως επί το πλείστον έχει το ρυθμό λόγου που θα είχε και αν δεν υπήρχε η μουσική από κάτω.
Κατ’ ουσίαν ένας λυρικός τραγουδιστής ερμηνεύει ή εκτελεί στην Όπερα;
Χαχαχαχαχα…. και καμιά φορά την εκτελεί κιόλας…
Νομίζω πως εξαρτάται καθαρά από τον καλλιτέχνη αλλά και την κατάσταση… αν τον εμπνέει και νιώθει άνετα ή αν θέλει να τελειώνει γρήγορα να πάει σπίτι του.
Πάντως, το καλό σενάριο είναι να ερμηνεύει, χωρίς να ξεφεύγει υπερβολικά από τις αρχικές προθέσεις… Γιατί εν τέλει, οι σπουδαίοι συνθέτες που μάλλον θα επιβιώσουν την δοκιμασία της ιστορίας, έγιναν σπουδαίοι γιατί αυτό που έγραψαν είναι άρτιο από την σύλληψη του. Και για αυτό εξάλλου οι τραγουδιστές θέλουν να τραγουδάν τα έργα τέτοιον συνθετών.
Αγωνία, δράση και ψυχική ένταση στην κορύφωση σε κάθε πράξη. Πώς επιτυγχάνεται μουσικά και ερμηνευτικά αυτή η κορύφωση;
Επιτυγχάνεται με το να φτάνει η μουσική στα άκρα. Η μουσική είναι γραμμένη να έχει πάρα πολλά κοντράστ και επίσης χρησιμοποιεί τη τεχνική του Βάγκνερ των leitmotif. Ουσιαστικά η μουσική μας αποκαλύπτει σκέψεις των χαρακτήρων και συναισθήματα. Και έχει πολλές μικρές κορυφώσεις μέχρι να φτάσει στις δύο μεγάλες, της δεύτερης και τρίτης πράξης. Η πρώτη πράξη είναι πιο πολύ έκθεση του έργου και των χαρακτήρων και μας βάζει στο κλίμα για να δούμε τα γεγονότα των επόμενων δύο πράξεων.
Είναι η δεύτερη φορά που συμπράττετε με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Λάρισας με την καλλιτεχνική σας ομάδα Skull of Yorick Productions! Ποια η αποτίμηση αυτής της συνεργασίας σας στην Tosca;
Α, η ΣΟΛ και ο αγαπημένος της μαέστρος, Χρήστος Κτιστάκης! Είναι μία ομάδα από ανθρώπους που πραγματικά χαίρονται αυτό που κάνουν. Ξέρετε, πολλές ορχήστρες στο κόσμο, όταν είναι μόνιμη εργασία, πέφτουν στο κίνδυνο να κουραστούν από το έργο τους και να μην περνάνε καλά πια. Είναι ένα συχνό φαινόμενο – παγίδα, που όλες οι ορχήστρες μπορεί να το πάθουν. Η ΣΟΛ (ή και LSO όπως μ’ αρέσει να τη φωνάζω καμιά φορά παραπέμποντας στα αρχικά της London Symphony Orchestra) όλοι οι μουσικοί, και πρώτος και καλύτερος ο μαέστρος, γουστάρουν που παίζουν.
Και τώρα ιδιαιτέρως με τη Τόσκα που είναι έργο πολύ δημοφιλές και που δεν έχει μία ορχήστρα την ευκαιρία να τη παίξει συχνά, εκτός αν είναι ορχήστρα θεάτρου… πετάνε όλοι από καλλιτεχνική λαγνεία… Και ο Χρήστος Κτιστάκης είναι ένας μαέστρος ο οποίος πραγματικά έχει καταφέρει να ανεβάσει αυτή τη ορχήστρα με πολύ σκληρή δουλειά και το χαμόγελο στα χείλη. Η ορχήστρα παίζει εκπληκτικά και το κοινό, πιστεύω θα εντυπωσιαστεί από τις επιδόσεις μίας ορχήστρας που δεν έχει μόνιμους μισθούς, δεν έχει μόνιμο πρόγραμμα προβών, αλλά δίνει και βήμα σε νεαρούς μουσικούς, ακόμα και ανήλικους (ναι έχουμε 2) να παίζουν τέτοια έργα.
Στο έργο συνυπάρχουν σαφείς ιστορικές αναφορές (σε γεγονότα και πρόσωπα);
Ναι, υπάρχει αναφορά στη μάχη του Μαρένγκο όπου ο Ναπολέων νίκησε τον Μελά. Ουσιαστικά το έργο διαδραματίζεται ακριβώς στις 14 Ιουνίου του 1800, την ημέρα της μάχης δηλαδή. Μία ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι πως ο Μελάς ήταν και Ελληνικής καταγωγής ή είχε και Ελληνικές ρίζες (ενώ γεννήθηκε στη Τρανσυλβανία).
Η Tosca θεωρείται πλέον απαιτητικό και δύσκολο οπερατικό έργο. Ποια, εκτιμάτε, ως τη μεγαλύτερη δυσκολία της;
Η σκηνική δράση είναι μία σοβαρή δυσκολία στη Τόσκα, εφόσον συχνά αυτά που μπορεί να οραματίζεται ένα σκηνοθέτης να θέλουν χρόνο. Φωνητικά θα έλεγα ότι ο ρόλος της πρωταγωνίστριας είναι εξαιρετικά απαιτητικός, κυρίως γιατί έχει πολλά κοντράστ και πολλές απότομες κινήσεις. Έχει μεταξύ άλλων και 5 κόντρα ντο… όχι και τόσο συχνό φαινόμενο στην όπερα όσο θα φανταζόταν κανείς. Η Κασσάνδρα Δημοπούλου όμως τον έχει αρπάξει από τα κέρατα τον ρόλο.
Και ο Σκάρπια έχει μεγάλη δυσκολία, περισσότερο γιατί πρέπει να κουβαλήσει στους ώμους του το έργο και να πείθει ως “το μάτι του κυκλώνα” σαν χαρακτήρας.
Μαζί με τη σύζυγο και ομότεχνό σας Κασσάνδρα Μοδινού είστε συνιδρυτής της ομάδας παραγωγής όπερας Skull of Yorick Productions! Νιώθετε ικανοποιημένος με την μέχρι τώρα πορεία της; Ποιο το προσωπικό σας όραμα για την καλλιτεχνική σας ομάδα;
Νομίζω πως αυτή τη στιγμή το όραμα μας έχει αρχίσει να υλοποιείται σημαντικά ήδη. Ανεβάζουμε μεγάλες όπερες σε μεγάλους χώρους και χρησιμοποιούμε ως επί το πλείστον το εγχώριο ανθρώπινο δυναμικό. Όλα αυτά είναι ήδη μία μεγάλη επιτυχία.
Νομίζω πως πλέον έχουμε φτάσει πολύ κοντά στο να οραματιζόμαστε και μία ενδεχόμενη επιχορήγηση. Τουλάχιστον έτσι ελπίζουμε.
Πότε ξεκίνησε το πολυετές ταξίδι σας στη όπερα και το λυρικό τραγούδι;
Το 1998 όταν ξεκίνησα μαθήματα με τον πατέρα μου. Ακολούθησαν και με τη μητέρα μου, Τζένη Δριβάλα μαθήματα και το 2004 πήγα για σπουδές στην Αγγλία. Από το 2007 και έπειτα τραγουδώ και ρόλους.
Το γεγονός ότι έχετε 2 κορυφαίους της όπερας γονείς, πατέρα τον αείμνηστο διεθνή λυρικό τραγουδιστή Τζον Μοδινό και μητέρα τη διάσημη σοπράνο Τζένη Δριβάλα, στάθηκε αναπόφευκτο να ακολουθήσετε το επάγγελμα αυτό;
Όχι, καθόλου. Είχα και έχω ακόμα πολλά άλλα επαγγελματικά ενδιαφέροντα. Σίγουρα όμως επηρέασε έντονα, εφόσον ήταν ένας κόσμος οικείος για τον οποίον έχω πολλές εσωτερικές πληροφορίες χάρη στην πορεία των γονιών μου, ιδιαιτέρως της μητέρας μου όπου ήμουν και μάρτυρας της καριέρας της σχεδόν από την αρχή.
Ποια η μεγαλύτερη δυσκολία σ’ έναν λυρικό ρόλο;
Η υγεία. Χωρίς αμφιβολία, το να μείνεις υγιείς. Μία δεύτερη δυσκολία είναι η ψυχική υγεία… το να μην επιτρέπεις είτε στην πίεση, είτε την έπαρση να σε συνεπαίρνουν.
Τι αποτελεί για εσάς μουσική πρόκληση, δεδομένου, ότι έχετε τολμήσει στο παρελθόν διασκευή με προσθήκη ροκ και μέταλ ήχων σε όπερα επιτυχώς;
Δεν μου έχουν μείνει και πολλά να δοκιμάσω. Θα έλεγα ότι η τελευταία μεγάλη μουσική πρόκληση είναι κάποια κοντσέρτα πιάνου που θα ήθελα να παίξω μία μέρα…. δεν ξέρω ακόμα όμως αν θα προκαλέσω την τύχη μου σε τέτοιο βαθμό.
Πιστεύετε, ότι ο Όπερα συνεχίζει ν’ αποτελεί ένα ελιτίστικο είδος μουσικής, το οποίο απευθύνεται σε πιο ειδικό και πεπαιδευμένο κοινό;
Η όπερα ποτέ δεν ήταν ελιτίστικο είδος. Αυτή η ιστορία με την ελιτίστικη όπερα και το εκπαιδευμένο κοινό… είναι μία τεράστια παρεξήγηση. Το “εκπαιδευμένο” κοινό δεν είναι και πολύ διαφορετικό από τον ποδοσφαιρόφιλο που θέλει να ξέρει ότι μπορεί για τους παίκτες και τις ομάδες που θαυμάζει. Και όσον αφορά τον ελιτίστικο, αυτό είναι μία μόδα που βγήκε εκεί κατά την εποχή της Άβαν Γκαρντ, και για κάποιο λόγο άφησε μία κακή γεύση στους μη λάτρεις της όπερας έκτοτε. Φανταστείτε ότι η όπερα είναι μία επιχείρηση, ήταν κάποτε το σινεμά της εποχής της… Αν δεν ήθελε παρά μόνο τους λίγους αριστοκράτες… πως θα έβγαζε τα κέρδη της;
Έχετε σκηνοθετήσει και στο παρελθόν όπερα! Πόσες φορές συνολικά έχετε αναμετρηθεί με τη σκηνοθεσία; Ποια η δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος, όταν μάλιστα τυγχάνει να αυτοσκηνοθετείστε;
Νομίζω ότι έχω γύρω στις 10 σκηνοθεσίες στη πλάτη μου. Γενικά το αποφεύγω, κυρίως γιατί πέφτουν πάνω μου άλλες ευθύνες με την παραγωγή και το λογιστικό κομμάτι της εταιρίας. Η δυσκολία είναι οι ώρες εργασίας και η οργάνωση όλων των συμμετεχόντων, ιδιαιτέρως τεχνικών και βοηθών άλλου τύπου. Το να αυτοσκηνοθετούμαι έχει το μόνο κακό ότι δεν μπορώ να με δω απ’ έξω, εκτός αν βάλω βίντεο και κάτσω να το δω… αλλά όπως καταλαβαίνετε και αυτό προσθέτει στις ώρες…
Είστε ένας καινοτόμος πρωταγωνιστής της όπερας με ανατρεπτική και σύγχρονη ματιά. Πώς θα προσδιορίζατε την έννοια της Όπερας και γενικά του λυρικού τραγουδιού;
Θα είμαι τελείως ειλικρινής: Η “ανατρεπτική” μου ματιά δεν είναι καθόλου ανατρεπτική αν σκεφτεί κανείς ότι απλά πράττω/ πράττουμε αυτό που έπρατταν οι πολύ παλιότερες εταιρίας όπερας, του 19ου αιώνα και πίσω δηλαδή. Είναι ανατρεπτικό σε ένα περιβάλλον όπου όλοι σχεδόν οι ανταγωνιστές μου είναι πλέον κρατικοί φορείς, όπου οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί έχουν προσληφθεί από το ίδιο το κράτος. Η αληθινή ανατροπή λοιπόν είναι ότι έχουμε πάρει την όπερα και την έχουμε κάνει επιχείρηση και φυσικά το γεγονός ότι μας νοιάζει πάρα πολύ τι σκέφτεται κυρίως το κοινό για εμάς. Η σχέση μας με το κοινό είναι μέγιστης σημασίας για εμάς, ότι πιο σημαντικό. Για αυτό προσφέρουμε και πολύ δωρεάν όπερα στο Φεστιβάλ Όπερας κάθε χρόνο στο κοινό, για να τους δώσουμε κάτι πίσω για το γεγονός ότι έρχονται και μας στηρίζουν όταν βάζουμε εισιτήριο.
Και ακριβώς, επειδή μας νοιάζει η άποψη του κοινού τόσο πολύ, μας νοιάζει και το αποτέλεσμα να είναι αυτό που οραματίζεται το κοινό όταν σκέφτεται να πάει να δει όπερα… και ακόμα περισσότερο να ακούσει όπερα. Όσο περίεργο και αν ακούγεται, το να σε νοιάζει τόσο η άποψη του κοινού είναι μία ανατροπή στον χώρο τον κλασσικών τεχνών σήμερα. Χαίρομαι όμως πολύ με το γεγονός ότι δεν είμαστε οι μόνοι που σκεφτόμαστε έτσι. Και στους κρατικούς φορείς, η δύναμη του κοινού έχει αρχίσει να επανέρχεται. Και αυτή είναι η πιο σπουδαία σχέση απ’ όλες.
Ποια τα άμεσα καλλιτεχνικά σχέδια – πλάνα σας;
Μετά την Τόσκα έχουμε την μεγαλύτερη μέχρι τώρα παραγωγή μας ως Όπερα Στούντιο… Τους Γάμους του Φίγκαρο στο Μ2 του ΜΜΘ με το πρότζεκτ Opera da Camera Oscura. Είναι ένα πρότζεκτ που φέρνει πολλούς ανερχόμενους καλλιτέχνες από Ελλάδα και εξωτερικό μαζί για να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους σε μεγάλους ρόλους τους οποίους θα κινηματογραφήσουμε. Το ίδιο κάνουμε και στη γενική της Τόσκα με τρεις συμμετέχοντες στο πρότζεκτ, αλλά στις 26 και 27 Ιανουαρίου, 2018, θα είναι κανονικές παραστάσεις.
Εν κατακλείδι, σε ποιο βαθμό έχει πληγεί ο χώρος της Όπερας από την καθεστηκυία οικονομική κρίση;
Στους κρατικούς φορείς, πολύ. Βέβαια, στην Ελλάδα η ΕΛΣ πάει από δύναμη σε δύναμη, ιδιαιτέρως με την μετακόμιση στο καινούριο κτίριο. Στο εξωτερικό φαίνεται περισσότερο το πως η κρίση έχει χτυπήσει την όπερα, με πολλές εταιρίες να κλείνουν ανά τον κόσμο.
Στην Ελλάδα, ο κρατικός φορέας πάει καλά και εμείς, ο ιδιωτικός τομέας, επίσης, πάμε αρκετά καλά. Θέλει απλά πολύ δουλειά και αρκετή τύχη.
Εν όψει του 4ου “Διεθνούς Meeting «Vaggelis Kourkoutidis Memorial» – Indoor Jumping Festival” ο Επικεφαλής – Meeting Organizer της διοργάνωσης και Ομοσπονδιακός Προπονητής του ΣΕΓΑΣ, κ. Νίκος Βαρσάμης μας παραχώρησε μία άκρως ενδιαφέρουσα και ενημερωτική Συνέντευξη στο Thessaloniki City Guide.
Ο σκωπτικός και πολυπράγμων Πέρης Μιχαηλίδης (Σκηνοθέτης – Ηθοποιός) με βλέμμα άκρως διερευνητικό και πρωτοποριακό μας εκπλήσσει με τη νέα του σκηνοθετική απόπειρα υπό τη σκέπη του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Ο πολυγραφότατος, πολυτάλαντος και πολυσχιδής δημιουργός των μεγάλων επιτυχημένων ιστορικών ταινιών και μετρ της θεατρικής Κωμωδίας επιστρέφει δυναμικά και μας εκπλήσσει – εκ νέου – ευχάριστα με τη νέα του ρομαντική κομεντί “Απόψε σε θέλω πάλι” παντρεύοντας δεξιοτεχνικά τα στοιχεία της Κωμωδίας με τους έντονους προβληματισμούς του ανθρώπου για την ίδια τη ζωή.
Η ηλεκτρική σόμπα χαλαζία αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια κλασική επιλογή θέρμανσης για κάθε σπίτι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύριο μέσο θέρμανσης ή και ως συμπληρωματικό παράλληλα με άλλες συσκευές.
Η χαρισματική, διακεκριμένη Μezzo Soprano Σταματία Μολλούδη (λυρική τραγουδίστρια – Vocal coach και ιδιοκτήτρια της Vocal portal) μας προσκαλεί εκ νέου σε μια άκρως ξεχωριστή και πρωτότυπη Μουσική παράσταση στο πνεύμα των Εορτών στο Βασιλικό Θέατρο.