Ημερομηνία Δημοσίευσης: 26/02/2025
Τα Περιστέρια δεν τιτιβίζουν: Ισορροπώντας μεταξύ παραλόγου και ρεαλισμού
“Η Τέχνη είναι μια μορφή αντίστασης”
Ο χαρισματικός και εμπνευσμένος καλλιτέχνης (ηθοποιός και συγγραφέας του θεάτρου) Νίκος Ρουμπάκης μας εκπλήσσει ευχάριστα με τη νέα ανατρεπτική και πρωτότυπη παράστασή του “Τα Περιστέρια δεν τιτιβίζουν” με την ομάδα του “Τούτσι”…
Το νέο του θεατρικό έργο πραγματεύεται την ανικανότητα – αδυναμία του ανθρώπου να δεχθεί την αλλαγή στη ζωή του σ’ έναν κόσμο που αλλάζει ολοταχώς…
Ένα άκρως ενδιαφέρον θεατρικό εγχείρημα με έντονη φιλοσοφική χροιά και φαντασία που μετεωρίζεται – μεταξύ της κωμικότητας του παραλόγου και της τραγικότητας του ρεαλισμού αλλά συνάμα κατορθώνει να διατηρεί το στοιχείο του ακατανόητου αποφεύγοντας να καταλήξει στο χαοτικό.
Ένα ευφυές κείμενο που εγείρει νέα ερωτήματα ζωής και καλεί τον θεατή να δώσει ο ίδιος απαντήσεις επιβεβαιώνοντας ακόμη μια φορά, ότι η Τέχνη αποτελεί Διέξοδο, όταν η πραγματικότητα γίνεται ανυπόφορη στους ώμους μας.
Με αφορμή τις παραστάσεις σας στο Θέατρο Sureal με το έργο σας “Τα περιστέρια δεν τιτιβίζουν” από τις 22 Φεβρουαρίου 2025, δώστε μας, εν συνόψει, το στίγμα της παράστασης με το διττό σας ρόλο σ’ αυτήν! Τι αυτή πραγματεύεται και με ποιαν αφορμή εμπνευστήκατε το εν λόγω νέο σας θεατρικό εγχείρημα;
Το θεατρικό «Τα περιστέρια δεν τιτιβίζουν» είναι ένα έργο που ισορροπεί ανάμεσα στο θέατρο του παραλόγου και το ρεαλιστικό θέατρο. Προσπαθεί να προσεγγίσει τον άνθρωπο τόσο μέσα από μια πραγματική διάσταση της ύπαρξής του όσο και μέσα από τη σουρεαλιστική – αλληγορική του μορφή. Ως συγγραφέας, ακολούθησα μια “αντίθετη” διαδρομή από τη φαινομενικά προβλεπόμενη. Δηλαδή πρώτα ξεκίνησα να γράφω τους διαλόγους διαμορφώνοντας τμηματικά τους ήρωες και τις σχέσεις τους, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να τους εντάξω σε μια λεκτική συνέπεια και δράση χωρίς να πολύ σκεφτώ τι ακριβώς ήθελα να πω. Αυτό το ανακάλυψα ύστερα. Κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης, της ανάλυσης, των προβών και της σκηνοθεσίας άρχισε σιγά σιγά να γεννάται το νόημα, η χαρακτήρες να φωτίζονται, να αναπνέουν με έναν δικό τους μοναδικό τρόπο και τελικά να μας οδηγούν εκείνοι.
Το έργο κυρίως πραγματεύεται την ανικανότητα – αδυναμία του ανθρώπου να δεχθεί την αλλαγή, οδηγώντας τον στην επικοινωνιακή απομόνωση, και στην ψευδαίσθηση της κατανόησης των πραγμάτων αλλά και της ίδιας του ζωής.
Το έργο μετεωρίζεται – λίαν επιτυχώς μεταξύ της κωμικότητας του Παραλόγου και της τραγικότητας του ρεαλισμού! Πώς αυτό επιτυγχάνεται επί σκηνής;
Η ισορροπία ανάμεσα στην κωμικότητα του παραλόγου και την τραγικότητα του ρεαλισμού επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από τον ρυθμό, την αντίστιξη λόγου και δράσης και την ερμηνευτική προσέγγιση των χαρακτήρων.
Οι επαναλήψεις, οι ατέρμονες συνομιλίες και η αίσθηση του «βηματισμού στο κενό» δημιουργούν ένα παράδοξο αποτέλεσμα.
Οι χαρακτήρες μπορεί να μιλούν για κάτι φαινομενικά ασήμαντο, ενώ τα σώματά τους εκφράζουν το ακριβώς αντίθετο. Υπάρχει μια αποσύνδεση ανάμεσα στο τι λέγεται και στο πώς βιώνεται κι αυτό δημιουργεί τόσο την κωμικότητα όσο και την τραγικότητα. Μεταμορφώνεται το καθημερινό σε αλλόκοτο, το γελοίο σε επώδυνο και το παράλογο σε βαθιά ανθρώπινο.
Πού συναντά το έργο την επικαιρότητα και ποιο το δέλεαρ, όπως και η σπουδαιότητα της παράστασης;
Η παράσταση δεν είναι απλώς μια μορφή ψυχαγωγίας, είναι ένας τρόπος να δούμε τον εαυτό μας μέσα από το πρίσμα του αλλόκοτου, του αστείου και του δυσοίωνου ταυτόχρονα.
Σε ποια αδιέξοδα βρεθήκατε κατά τη συγγραφή και έρευνα των χαρακτήρων του έργου σας;
Κατά τη συγγραφή αλλά κυρίως και την έρευνα των χαρακτήρων, βρέθηκα αντιμέτωπος με αδιέξοδα που είχαν να κάνουν τόσο με τη δομή του έργου όσο και με την εσωτερική αλήθεια των χαρακτήρων.
Ήθελα οι χαρακτήρες να είναι υπερβολικοί, αλλά όχι καρικατούρες. Να ζουν μέσα σε έναν κόσμο παράλογο, αλλά να μην χάνουν τη σύνδεση με το καθημερινό. Πότε η επανάληψη ενός διαλόγου σταματάει να είναι κωμική και ξαφνικά αποκαλύπτει κάτι βαθύτερα υπαρξιακό.
Κάθε διάλογος, όσο φαινομενικά παράλογος κι αν ακούγεται, έπρεπε να ακολουθεί μια εσωτερική λογική. Ήταν πρόκληση να διατηρήσω το στοιχείο του ακατανόητου χωρίς να καταλήξω στο χαοτικό.
Ήθελα οι χαρακτήρες να είναι διαχρονικοί, αλλά ταυτόχρονα να ανήκουν στην εποχή μας. Έπρεπε να βρω τρόπους να ενσωματώσω σύγχρονες συμπεριφορές και λεκτικά μοτίβα μέσα σε έναν κόσμο που δεν κατονομάζεται ευθέως ως Παρόν.
Τελικά “Τα περιστέρια τιτιβίζουν”;
Φυσικά και το έργο δεν δίνει μια ξεκάθαρη απάντηση κι ούτε θεωρώ πως πρέπει δώσει. Αν υποθέσουμε πως μια έστω βασική απάντηση δίνεται στη τελευταία ατάκα του έργου από τον Ευγένιο, ταυτόχρονα αυτή η απάντηση δημιουργεί στο θεατή ένα ακόμα μεγαλύτερο και βαθύτερο ερώτημα από το αν τα περιστέρια τιτιβίζουν τελικά.
Πώς ερμηνεύετε ως καλλιτέχνης – δημιουργός τον πολιτιστικό οργασμό της πόλης και της χώρας εν γένει σε περίοδο γενικευμένης Κρίσης!
Όταν η πραγματικότητα γίνεται ανυπόφορη πάνω στους ώμους μας, τότε η τέχνη γίνεται διέξοδος, εργαλείο επεξεργασίας και τρόπος επιβίωσης.
Όταν καταλαβαίνουμε ότι πολιτικά και κοινωνικά το έδαφος υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους, στρεφόμαστε στη δημιουργία με ακόμα μεγαλύτερο σθένος για να ξαναβρούμε νόημα, να καταγράψουμε την εποχή μας ή ίσως να χτίσουμε νέους κόσμους. Η τέχνη είναι μια μορφή αντίστασης. Δεν έχουμε απλά την επιθυμία να πούμε κάτι, αλλά την ανάγκη.
Εν κατακλείδι, ποια αποτελεί τη αποστολή της Τέχνης εν γένει σε δίσεκτους και σκοτεινούς καιρούς, όπως σήμερα; Να προβληματίσει, να εγείρει ερωτήματα η να δώσει λύσεις στ’ αδιέξοδα της ζωής μας;

Όπως είπα και παραπάνω στο έργο δε δίνεται καμία ξεκάθαρη απάντηση, αλλά ακριβώς το αντίθετο – θέτει ακόμα μεγαλύτερα ερωτήματα. Αυτό ακριβώς θεωρώ ότι είναι και η “δουλειά” της τέχνης, να θέτει συνεχώς ερωτήματα, να προβληματίζει, να ερμηνεύσει διαφορετικά, να μας οδηγήσει σε αναστοχασμό, να φωτίσει τις ρωγμές.