Η διεθνής Ελληνίδα μεσόφωνος σκηνοθετεί τους Μποέμ του Πουτσίνι
“La Boheme” δια χειρός Κασσάνδρας Δημοπούλου
Το πάθος της για την τέχνη ασίγαστο, η εμμονή της για την κατάκτηση της τελειότητας ασύλληπτη, η καλλιτεχνική της προσωπικότητα ανυπέρβλητη, όπως επίσης το υποκριτικό ταλέντο και η αιθέρια, ευέλικτη, γήινη και συνάμα ευαίσθητη φυσικής δύναμης λυρική φωνή της συνυφασμένη με την αρτιότητα τεχνικών δεξιοτήτων και εκφραστικής δεινότητας την καταστούν αβίαστα απόλυτο κυρίαρχο ενός παιχνιδιού που ξέρει να παίζει τόσο δεξιοτεχνικά και να μας καθηλώνει…
Ο λόγος για τη διεθνή Ελληνίδα λυρική ερμηνεύτρια, μουσικό, (βιολοντσελίστρια), σκηνοθέτιδα όπερας και ιδρυτή – καλλιτεχνική διευθύντρια της Εταιρείας Λυρικού θεάτρου Ελλάδος, Κασσάνδρα Δημοπούλου που έρχεται να μας εκπλήσσει ευχάριστα με το νέο της οπερατικό εγχείρημα ως σκηνοθέτιδα του πλέον εμβληματικού έργου του Πουτσίνι “La Boheme”, το οποίο αναμένεται να ανεβεί στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 5 και 6 Οκτωβρίου με άκρα επιτυχία!!!
“Πιστεύω, ότι ο κόσμος αγαπά (ακόμη και σήμερα) τους Μποέμ, γιατί είναι η Προσωποποίηση της υγιούς επανάστασης…”
Με αφορμή τις 2 παραστάσεις της Όπερας “La Boheme” του Πουτσίνι, θα θέλαμε να μας δώσετε εν συνόψει το προφίλ της ως σκηνοθέτιδα αυτής!
Ως “Μποέμ” (Τσιγγάνοι -δηλ. οι ερχόμενοι από την Βοημία- και μεταφορικά “ανέμελοι”) χαρακτηρίστηκαν οι Παρισινοί λογοτέχνες και καλλιτέχνες του 1800 για τον ελεύθερο τρόπο της σκέψης και της ζωής τους, που ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με τα στενά κοινωνικά, οικονομικά και ηθικά όρια της εποχής αλλά και για την κάπως ατημέλητη ή/ και εξεζητημένη εμφάνισή τους- κάτι που μάλλον δεν έχει αλλάξει ιδιαιτέρως και στις μέρες μας!
Επηρέασαν πολύ την κοινωνία και την πολιτική με τις “ανορθόδοξες” ιδέες τους. Στέκι τους ήταν τα καφέ και μπιστρό του “Καρτιέ Λατέν”, στην Μονμάρτη. Ζούσαν απελευθερωμένοι σεξουαλικά, κάποιες φορές σε κοινόβια, κάποιες φορές- από επιλογή τους- φτωχικά, αλλά ζούσαν χωρίς μιζέρια και δημιουργούσαν, πολλές φορές κι έξω από τις κατοικίες τους, στο δρόμο, ή στα καφέ που σύχναζαν. Ας πούμε ότι ήταν κάτι σαν τους “Χίπις”, με τη διαφορά ότι τα άτομα ήταν πολύ πιο διανοούμενα και η τάση δεν υπήρξε τόσο εξαπλωμένη και εκλαϊκευμένη όσο των “Χίπις”.
Η όπερα “Μποέμ” γράφτηκε από τον σπουδαίο Ιταλό συνθέτη Giacomo Puccini, βασιζόμενη στο λογοτεχνικό έργο “Σκηνές από την ζωή των Μποέμ” του Henri Murger. Δεν χρειάζεται να τονίσω την διαχρονικότητα του έργου… και μόνο από την περιγραφή των Μποέμ καταλαβαίνετε ότι η τάση αυτή υπάρχει ακόμη και σήμερα, όπως φυσικά υπάρχει και το ίδιο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο.
Γι’ αυτόν τον λόγο η παράσταση διαδραματίζεται στην εποχή για την οποία γράφτηκε, δηλαδή προς τα μέσα του 1800. Κλασικά κοστούμια από την Opera Classica Europa και το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, σκηνικά -όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά- που περιγράφουν την ατμόσφαιρα της εποχής- από το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και την θεατρική ομάδα Σερβίων “Κόκκινη Κουϊντα”, όλοι ενώνουμε δυνάμεις για να αρχίσουμε δυναμικά τη νέα σεζόν της Εταιρίας Λυρικού Θεάτρου Ελλάδος, περνώντας το μήνυμα ότι οι Μποέμ υπάρχουν ακόμη κι ότι αντιστέκονται με όπλα την Τέχνη και την αγάπη, έναντι σε όποια κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά εμπόδια!
Για ποιον ιδιαίτερο λόγο προχωρήσατε στην επιλογή του εν λόγω οπερατικού έργου;
Διαλέξαμε με τον Φίλιππο Μοδινό αυτό το έργο, καταρχάς γιατί είναι ένα από τα τρία πιο αγαπημένα του κοινού. Πρώτα είναι η “Κάρμεν”, μετά η “Μποέμ” και η “Τραβιάτα”. Η Κάρμεν ανέβηκε πριν λίγα χρόνια, η Τραβιάτα επίσης, οπότε είπαμε, ας κάνουμε την “Μποέμ”! Η όπερα είχε αρκετά χρόνια να ανέβει στην πόλη μας και θεωρήσαμε σωστό να την ανεβάσουμε εμείς, για να δώσουμε χαρά στο αγαπημένο μας κοινό που τόσο μας έχει αγαπήσει και στηρίξει τα τελευταία 5 χρόνια που ασχολούμαστε με την παραγωγή έργων λυρικού ρεπερτορίου με βάση την Θεσσαλονίκη. Θεωρώ ότι είμαστε πολύ τυχεροί με την επιλογή αυτή και ότι ο κόσμος θα μας προτιμήσει για ακόμη μια φορά.
Πού, εκτιμάτε, ότι έγκειται η δύναμη (δυναμική) του έργου “La Boheme”; Ίσως στο αριστοτεχνικό πάντρεμα μιας έντονης ιστορίας αγάπης με μια πλούσια μελωδική μουσική;
Πιστεύω ότι ο κόσμος αγαπάει τους Μποέμ (ακόμη και σήμερα) γιατί είναι η προσωποποίηση της “υγιούς” επανάστασης: η επανάσταση του πνεύματος, αυτή που ανυψώνει τον άνθρωπο μέσω της Τέχνης, είναι κάτι το θαυμάσιο και το πανίσχυρο. Η όπερα “Μποέμ” έχει εντελώς κινηματογραφική μουσική, η οποία πλαισιώνει υπέροχα και πολύ σύγχρονα την ιστορία και τους χαρακτήρες.
Η ερωτική ιστορία μεταξύ της ράφτρας Μιμής και του ποιητή Ροδόλφου, είναι εξωπραγματική, σχεδόν “μεταφορική”, γι’ αυτό και τόσο συγκινητική: Ένας καλλιτέχνης” Μποέμ” και μία απλή λαϊκή γυναίκα- η ιδέα και η πραγματικότητα- ενώνονται για λίγο μέσω της ερωτικής τους ιστορίας, μόνο και μόνο για να μας δείξουν ότι η σύγκρουση μεταξύ των δύο κόσμων είναι αναπόφευκτη και μοιραία: η Μιμή θα πεθάνει και μαζί της, η σκληρή κι αμείλικτη πραγματικότητα θα εισβάλλει στις ανέμελες ζωές των Μποέμ. Το έργο συγκινεί με τις χαρακτηριστικές αντιθέσεις του: αντιθέσεις της μουσικής, των σκηνικών, το γεγονός ότι όλα αυτά τα “καυτά” γεγονότα διαδραματίζονται μέσα στην παγωνιά του χειμώνα, η σωματική και ψυχική υπέρβαση της άρρωστης Μιμής ώστε να ανταπεξέλθει στην έντονη και κουραστική ζωή των “Μποέμ”, είναι πιστεύω, αυτό που μαγεύει και ταρακουνάει τις ψυχές του θεατή.
Πώς αισθάνεστε που σκηνοθετείτε για 1η φορά στο μεγάλο κτήριο του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης;
Αισθάνομαι ήρεμη γιατί ήδη έχω σκηνοθετήσει πάνω από 10 όπερες σε πολύ δύσκολες συνθήκες, οπότε δεν με τρομάζει καμία συνθήκη. Επί πλέον γνωρίζω καλά τη δουλειά του σκηνοθέτη όπερας και δεν σπαταλάω ούτε ενέργεια ούτε χρόνο από μένα και τους συντελεστές. Έχω εξαιρετικούς συνεργάτες στην παραγωγή, σολίστες που γνωρίζω και τους οποίους εμπιστεύομαι, αλλά και χορωδία (Μικτή Χορωδία Θεσσαλονίκης της Μαίρης Κωνσταντινίδου, με την οποία έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν) και αυτό κάνει τα πάντα πολύ πιο εύκολα. Γνωρίζω καλά τον χώρο, γιατί έχω τραγουδήσει πολλές φορές και, μετά την “Τόσκα”, γνωρίζουμε και πολλά τεχνικά θέματα που δεν γνωρίζαμε πριν, οπότε, έχω εμπιστοσύνη στην ομάδα μου και πιστεύω ότι όλα θα παν καλά.
Ο χώρος δεν είναι ο πιο εύκολος χώρος για παραγωγές όπερας, αλλά είναι ό,τι καλύτερο έχουμε στη Θεσσαλονίκη, εξυπηρετεί αρκετά ικανοποιητικά τις ανάγκες μιας μεγάλης παραγωγής και κυρίως, τον αγαπάμε και οι καλλιτέχνες και το κοινό πάρα πολύ σα να ήταν δικός μας. Το τεχνικό προσωπικό είναι πολύ καλό. Κυρίως όμως, χαίρομαι που ο κόσμος μας προτιμάει και γεμίζει την τεράστια αυτή αίθουσα, που είναι και το μεγάλο -και καθόλου αυτονόητο- κατόρθωμα της Εταιρίας Λυρικού Θεάτρου Ελλάδος. Μην ξεχνάτε ότι είμαστε μια ομάδα καλλιτεχνών και στεκόμαστε με ιδιωτική πρωτοβουλία στα πόδια μας.
Ποιες δυσκολίες ενείχε η σκηνοθετική σας σύλληψη ; Ποιο αποτελεί το ζητούμενο σας ως σκηνοθέτιδα του έργου;
Δεν έχω καμία δυσκολία, γιατί ο συγκεκριμένος συνθέτης γράφει επάνω στην παρτιτούρα ό,τι σκηνοθετική οδηγία έχει φανταστεί και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί ξέρουμε ακριβώς τι είχε στο μυαλό του όταν έγραφε το έργο. Για μένα, το πρώτο ζητούμενο είναι να προσπαθήσω να αποδώσω το έργο του όπως το ζητάει ο δημιουργός του. Σίγουρα- κυρίως για τεχνικούς κυρίως λόγους- δε θα συμβεί 100%, ειδικά σε ό,τι αφορά το σκηνικό, αλλά δε θα αποκλίνει πολύ. Σκηνοθετικά, το δικό μου ζητούμενο είναι, οι πρωταγωνιστές καταρχάς, να καταφέρουν να δημιουργήσουν τους χαρακτήρες τους και τις αντιδράσεις τους μέσα από την μουσική. Ακούγεται αυτονόητο, αλλά σας διαβεβαιώ ότι δεν συμβαίνει συχνά.
Πολλές φορές όλοι οι τραγουδιστές πέφτουμε μέσα στην παγίδα του “κλισέ” ενός χαρακτήρα, γιατί έχουμε παρακολουθήσει πολλές (μέτριες σκηνικά, αλλά από μεγάλους τραγουδιστές) ερμηνείες και, ακόμη σπουδαστές οι ίδιοι μας, χωρίς να τους κρίνουμε, λάβαμε πληροφορίες για τον ρόλο, οι οποίες δεν είναι σωστές. Η λανθασμένη οπερατική μορφή της σοπράνο που “υποφέρει” καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, είτε γιατί είναι άρρωστη είτε γιατί αγαπάει κάποιον που δεν πρέπει, με την μετριόφρον και καθώς πρέπει κινησιολογία, με τις ακαθόριστες ψυχικά αντιδράσεις που δεν ανταποκρίνονται ούτε κατά το ελάχιστο στις παθιασμένες φιγούρες που ερμηνεύουν, είναι ας πούμε, κάτι που πάντα προσπαθώ να “σπάσω”, όταν δουλεύω με συναδέλφους τραγουδιστές.
Προσπαθώ να τους θυμίσω ότι οι ρόλοι είναι άνθρωποι σαν κι εμάς, με σάρκα και οστά, με… ορμόνες που λέει ο λόγος, με ψυχώσεις και αρρώστιες κι ένα σωρό άλλα… κουσούρια, και, οι οποίοι, αν ζούσαν πραγματικά, δε θα ήταν καθόλου… καθώς πρέπει, μάλλον το αντίθετο. Αυτό είναι το δικό μου ζητούμενο: να γνωρίσουμε όλοι οι συντελεστές την Μιμή, τον Ροδόλφο, τον Μαρτσέλο, την Μουζέττα, σα να ήταν δικοί μας άνθρωποι, έτσι ώστε, όταν η παράσταση τελειώσει, να έχουμε πραγματικά βιώσει μαζί τους την ιστορία τους, σα να ήταν αληθινή.
Άλλωστε, όταν ο χρόνος περνάει, στο μυαλό μας, το αληθινό από το μη αληθινό δεν έχει καμία διαφορά. Ό,τι βιώνεις πραγματικά ή φανταστικά, παραμένει ως ΕΜΠΕΙΡΙΑ. Κι αν το καταφέρουμε αυτό, θα το βιώσει και το κοινό μαζί μας. Δεν ξέρω αν θα το καταφέρω, αλλά πάντα το προσπαθώ. Αυτήν την Τέχνη υπηρετώ άλλωστε, της “εικονικής πραγματικότητας”- χωρίς όμως να λειτουργώ μέσω της τεχνολογίας, αλλά του ανθρώπου.
Τι σημαίνει σκηνοθεσία γι’ εσάς, δεδομένου ότι είστε μια διεθνούς φήμης διακεκριμένη λυρική τραγουδίστρια με πλήθος κορυφαίων ρόλων ρεπερτορίου στην καριέρα σας – παρά τη νεαρή ηλικία σας;
Η σκηνοθεσία ήταν πάντα μέσα μου και ήξερα ότι μια μέρα θα μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω την αρχή. Ας είναι καλά ο Στάθης Λιβαθινός που μου έδωσε την αυτοπεποίθηση που μου έλειπε και την έμπνευση να δημιουργήσω μια παράσταση μόνη μου, όταν του ζήτησα να σκηνοθετήσει μια όπερα και μου απάντησε “καλύτερα να την σκηνοθετήσεις εσύ”. Ήταν το 2011 στην Αθήνα, εν μέσω της συνεργασίας μου ως βοηθός σκηνοθέτη του ίδιου (μια πληροφορία που δεν γνωρίζουν πολλοί στην Ελλάδα) στην παράσταση “Κάρμεν” με πρωταγωνίστρια την πανέμορφη και καταπληκτική Μαρία Ναυπλιώτου στον ομώνυμο ρόλο.
Μετά το πέρας της παράστασης, αποφάσισα να ανεβάσω την πρώτη μου όπερα, την “Υπηρέτρια που έγινε κυρία”, μια μονόπρακτη μπαρόκ όπερα του G. B. Pergolesi. Όταν ο διαχειριστής του θεάτρου “ΚΑΠΠΑ” ακύρωσε την εβδομάδα νέων καλλιτεχνών στην οποία θα έπαιρνα μέρος μαζί με άλλες ομάδες, ο κόσμος μου κατέρρευσε. Ποτέ δεν είχα απογοητευτεί τόσο, είχα θυμώσει με τον υπεύθυνο γιατί είχε μιλήσει τρομερά υποτιμητικά για τις νέες ομάδες, θυμάμαι, περπατούσα στην Πλάκα κλαίγοντας και βρίζοντας αυτόν τον άνθρωπο! Μόνο ο συγχωρεμένος ο μεγάλος Μάνος Ελευθερίου, όταν του είπα το ίδιο βράδυ σε μια κοινή παρέα τι είχε συμβεί, είπε για τον εν λόγω κύριο: “Ο μαλ@@@ κι αν γ@@@@@@, μαλ@@ία θα μυρίσει” (συγγνώμη για τις κακές λέξεις, κανείς δε θα παρεξηγήσει τον Κο Ελευθερίου άλλωστε, είχε δίκιο!). Τότε κατάλαβα πόσο σημαντικό ήταν για μένα το να σκηνοθετήσω και έψαξα τρόπους να ξεπεράσω το εμπόδιο.
Ευτυχώς ο Φίλιππος (τότε ακόμη δεν είμασταν ζευγάρι, μόνο συνεργάτες) βρήκε την λύση κι έτσι ανεβάσαμε μαζί το έργο στον χώρο “Τσάι στην Σαχάρα” στην Αθήνα. Η επόμενη σκηνοθεσία μου ήταν… στο αρχαίο θέατρο του Κούριου στην Κύπρο, με πρωταγωνίστρια την μεγάλη Ελληνίδα σοπράνο Τζένη Δριβάλα, στον ρόλο της Αντιγόνης, σε μια κλασική όπερα του Tomaso Traetta, “Antigona”. Η παραγωγή ήταν στα πλαίσια του 16ου Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος και, ενώ είχα καλέσει μια συνάδελφο να το συν-σκηνοθετήσουμε, λόγω πολύ σοβαρού προβλήματος της υγείας της, έμεινα ξαφνικά έναν μήνα πριν, μόνη μου, αντιμέτωπη με το αρχαίο θέατρο… Πάλι ζήτησα την συμβουλή του Λιβαθινού, ο οποίος μου είπε με τον γνωστό χαμηλόφωνο τόνο του “κράτα το απλό”. Έτσι κι έκανα.
Η παράσταση είχε μεγάλη επιτυχία και εγώ πήρα το βάπτισμα του πυρός. Από τότε ως σήμερα, έχω ακούσει πολλά σχόλια σχετικά με την διπλή αυτή καριέρα. Άλλα θετικά, όπως αυτά ανθρώπων της Τέχνης όπως ο Placido Domingo, o Kasper Holten, αλλά και πολλών συναδέλφων και συνεργατών, κι άλλα αρνητικά, από κάποιους που υποστηρίζουν μια (πολύ βολική για τους τεμπέληδες) θεωρία, ότι δηλαδή, σκηνοθέτης της όπερας γίνεται μόνο κάποιος όταν δεν είναι αρκετός για να είναι μόνο τραγουδιστής.
Στην πραγματικότητα, ζω με μια τριπλή, ή και, τετραπλή πορεία στην οποία είμαι μουσικός (παίζω βιολοντσέλο), παραγωγός, συγγραφέας (έχω ήδη γράψει και εκδώσει ένα θεατρικό έργο που ανέβηκε πολλές φορές με επιτυχία) και βέβαια, είμαι τραγουδίστρια της όπερας, με… διφορούμενο ρεπερτόριο, πράγμα που επίσης “απασχολεί” διάφορα άτομα γύρω μου. Ο καθένας, όπως και ό,τι μπορεί. Κάποιοι θέλουν και μπορούν ένα πράγμα, άλλοι περισσότερα. Για μένα, τραγούδι και σκηνοθεσία είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι που ανήκουν σε έναν ενιαίο, αυτόν της Όπερας και της Τέχνης ως όλο.
Πού οφείλεται, πιστεύετε, η γνησιότητα της μαγείας μιας όπερας ή παράστασης; Στο αποτέλεσμα ή στη διαδικασία πειραματισμού;
Πιστεύω ότι οφείλεται στην γνησιότητα των συντελεστών της, αν δηλαδή έχεις καλούς συντελεστές (δυνατούς φωνητικά και υποκριτικά) και κυρίως των πρωταγωνιστών της, γιατί, κακά τα ψέματα, ό,τι και να λέμε, στην Όπερα τελικά, όπως και σε όλες τις παραστατικές τέχνες, μετράει κυρίως ο “μπροστάρης”, ο σολίστας, ο σταρ. Μετά έρχεται η σκηνοθεσία και η σκηνογραφία, η χορογραφία, ο συνθέτης, το έργο. Τέλος έρχεται και η καλή διάθεση μιας ομάδας, που βοηθάει στο καλό αποτέλεσμα. Ως “αρχηγός” μιας τέτοιας ομάδας καλλιτεχνών, έχω να πω ότι είναι καθήκον μου να είναι όλοι χαρούμενοι και ήρεμοι ώστε να αποδώσουν τα μέγιστα.
Τι σας γοητεύει περισσότερο στο “La Boheme” του Πουτσίνι, όπως και γενικά στα έργα του;
Οι μελωδίες του, αλλά και το γεγονός ότι αγαπάει πάρα πολύ τις γυναίκες. Σχεδόν σε όλα τα έργα του, οι πρωταγωνίστριες είναι γυναίκες, που μέσα από τα προσωπικά τους δράματα γίνονται ηρωίδες, ασχέτως με την ιδιότητά τους. Έχει γράψει εξαίσια μουσική τόσο για τραγουδίστριες όπερας (Τόσκα) και πριγκίπισσες (Τουραντότ), όσο και για ράφτρες (Μιμή, “Μποέμ”), καλόγριες (“Αδερφή Αγγελική”), γκέισες (“Μαντάμ Μπάτερφλαϋ”), λιμενεργάτισσες (“Ο μανδύας”), πόρνες (“Μανόν Λεσκώ”) κ.ά. Είναι ένας άνδρας που αγαπάει τις γυναίκες και αυτό αντανακλάται στην μουσική του.
Σκέφτεστε να σκηνοθετήσετε κάποιο ελληνικό οπερατικό έργο, όπως επιτυχώς κάνατε με την οπερέτα του Θ. Σακελλαρίδη “Ο Βαφτιστικός” στο ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης;
Ναι, ο “Βαφτιστικός” θα ανέβει και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στο Μ2 τον Δεκέμβριο 2018 και χαίρομαι ιδιαιτέρως γι’ αυτό. Η παραγωγή θα είναι πάλι σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και το Δημοτικό Ωδείο Κοζάνης. Στο μέλλον δε θα έλεγα όχι για να σκηνοθετήσω και μια ελληνική όπερα, άλλωστε η εμπειρία μου με την όπερα του Σακελλαρίδη “Περουζέ” στην οποία ερμήνευσα τον ομώνυμο ρόλο στο Ηρώδειο, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, ήταν υπέροχη. Αν μου γίνει κάποια τέτοια πρόταση, σίγουρα θα τη δεχτώ με μεγάλη χαρά, αν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Αυτή την στιγμή θα ήθελα η “Περουζέ” να κάνει μια πορεία και εκτός Αθηνών, γιατί το έργο αυτό και η παραγωγή αξίζει να ταξιδέψουν σε όλη την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό.
Έχετε αναμετρηθεί με μεγάλους ρόλους κλασικού ρεπερτορίου. Ποιον ξεχωρίζετε και για ποιον ιδιαίτερο λόγο;
Ένας σταθμός στην ζωή κάθε τραγουδίστριας είναι η “Τόσκα” και πλέον, έχοντάς την στις πλάτες μου, έχω να πω ότι είναι ένας ρόλος που πρέπει να στοχεύουν και να ερμηνεύουν όλες οι γυναικείες φωνές, αν φυσικά τους το επιτρέπει η φύση τους. Είναι μεγάλο σχολείο η αναμέτρηση με τον ρόλο της Τόσκα. Εκτός του ότι είναι τρομαχτικά δύσκολος μουσικά κι ερμηνευτικά, είναι και φωνητικά ιδιαίτερος, γιατί δεν εξυπηρετεί ακριβώς το “όμορφο τραγούδι” (Bel Canto) αλλά την θεατρικότητα του ρόλου, πράγμα που φέρνει την φωνή στα όριά της και απαιτεί τρομαχτική τεχνική ικανότητα.
Υπάρχουν ρόλοι που ονειρεύεστε να αναμετρηθείτε, όπως και έργα που θέλετε να ανεβάσετε στο μέλλον;
Το Νοέμβριο θα ερμηνεύσω τον ρόλο της πριγκίπισσας Έμπολι στην όπερα του Giuseppe Verdi “Don Carlos”, που είναι ίσως ένας από τους τελευταίους μεγάλους ρόλους του βασικού ρεπερτορίου για μεσόφωνο που περιμένει να τον ντεμπουτάρω. Μετά μάλλον έχω τελειώσει τον κύκλο των ντεμπούτων και ελπίζω να αναμετρηθώ ξανά και ξανά με τους αγαπημένους μου ρόλους όπως η Κάρμεν, η Αμνέριδα στην “Αϊντα, η “Τόσκα” αλλά και να πειραματιστώ και με άλλου είδους ρεπερτόριο, όπως με αυτό του Richard Wagner. Δεν έχω αποφασίσει τι έργο θα ανεβάσουμε μετά την “Μποέμ”, υπάρχουν διάφορες σκέψεις, αλλά προς το παρόν είναι σημαντικό να πάει καλά η “Μποέμ”. Πάντα είναι η τελευταία παράσταση, αυτή που κρίνει το μέλλον μας.
Ποια η ιδιαιτερότητα της αξίας της οπερατικής τέχνης και της τέχνης εκτενέστερα;
Η οπερατική τέχνη είναι η υψηλότερη των παραστατικών τεχνών και άρα η σπουδαιότερη. Συνδυάζει όλες τις τέχνες μαζί. Παράλληλα, το να έχει μια πόλη όπερα, ή έστω, να παράγει όπερα, είναι το “διαβατήριό” της στον πολιτισμένο δυτικό κόσμο. Πόλη ή χώρα χωρίς όπερα, είναι μερικά σκαλιά κάτω από τις υπόλοιπες. Η όπερα είναι η κορώνα του πολιτισμένου δυτικού μας κόσμου, αυτή που στολίζει θριαμβευτικά κάθε φορέα που καταφέρνει να την υλοποιεί. Στην περίπτωσή μας, ενός μικρού ιδιωτικού φορέα, τη νιώθουμε σαν μια κορώνα από ατόφιο χρυσό πολλών καρατίων και τεραστίου βάρους επάνω στα κεφάλια μας. Την φοράμε μόνοι μας κάθε μέρα με δυσκολία αλλά και με τεράστια αγάπη, αντιπροσωπεύοντας πια, χρόνια τώρα, την Όπερα στην Θεσσαλονίκη.
Αυτό που φέρνει την μεγάλη αξία είναι η συμμετοχή νέων καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο, το ότι η Θεσσαλονίκη ξαναμπήκε στον διεθνή χάρτη σε σχέση με το είδος αυτό, το ότι δημιουργείται, ακόμη και πολιτιστικός τουρισμός γύρω από την όπερα, μέσω του Φεστιβάλ Όπερας Ελλάδος κι όλα αυτά, εξαιτίας 2 ανθρώπων και μιας μικροσκοπικής ομάδας γύρω τους. Αυτό νομίζω από μόνο του έχει αξία, η Όπερα είναι το αποτέλεσμα. Κρίμα βέβαια που η πολιτεία δεν το αγκάλιασε ποτέ και που μας ανταγωνίζεται με άτιμα μέσα, αλλά εν τέλη, ο κόσμος μας αγάπησε ακριβώς γι’ αυτό. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό που καταφέραμε έδωσε, έστω σε κάποιους, την αίσθηση μιας κάποιας “επανάστασης”. Φυσικά και αν μας βοηθήσει κάποτε η πολιτεία, είναι ευπρόσδεκτη, αλλά το ότι τα καταφέραμε παρά την μη-θέλησή τους, μας έκανε αυτό που είμαστε σήμερα. Τους ευχαριστώ που με ενδυνάμωσαν τόσο και με κάναν καλύτερο επαγγελματία.
Πώς διαβλέπετε ως διεθνής λυρική καλλιτέχνης και σκηνοθέτης το μέλλον της όπερας στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς;
Δεν θα ήθελα να πω τι μέλλον βλέπω για την Ελλάδα γενικότερα, γιατί δε θέλω να σας κακοκαρδίσω. Το μέλλον της Ελλάδας είναι δυσάρεστο πια στα αφτιά μας, αλλά αναγκαίο. Δεν έχουμε καμία ελπίδα για πρόοδο με τους πολιτικούς που αφήνουμε και μας κυβερνάν και δεν αναφέρομαι μόνο στην παρούσα κατάσταση. Ποτέ δεν είχαμε καλούς πολιτικούς. Οι πολιτικοί μας ανταγωνίζονται τα συμφέροντα του πολίτη, δεν δουλεύουν υπέρ της ευημερίας μας και καταχράζονται το κεφάλαιο που εμείς δίνουμε για την χώρα. Είναι τουλάχιστον κακοί επιχειρηματίες, αν όχι εγκληματίες. Όσο η χώρα δεν έχει επαγγελματίες πολιτικούς σε όλα τα πόστα, κεντρικά και περιφερειακά, κανείς μας δεν θα δει άσπρη μέρα.
Όσο αφορά την Όπερα τώρα, είναι κάτι που στην πραγματικότητα, δεν ήρθε στην Ελλάδα για τους πολλούς, ήρθε για τους λίγους, από τους λίγους. Εμείς θέλουμε να το αντιστρέψουμε, γιατί μαζί με την Όπερα ήρθαν και τα Ωδεία, οι Μουσικές Σχολές, τα Πανεπιστήμια κι άλλες κρατικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Όλοι αυτοί οι Έλληνες που σπουδάζουν κάτι σχετικό, δικαιούνται να έχουν και εργασία. Η εργασία δεν μπορεί να καλυφθεί μόνο από την Εθνική Λυρική Σκηνή για όλους μας, ούτε έχουν όλοι την δυνατότητα να φύγουν στο εξωτερικό. Το μέλλον στην χώρα μας, σε ό,τι αφορά την Όπερα, είμαστε εμείς κι όσοι κάνουν κάτι παρόμοιο, αν υπάρχουν ή αν δημιουργηθούν στο μέλλον, πατώντας στα δικά τους πόδια όπως αναγκαστήκαμε να κάνουμε εμείς.
Διεθνώς η Όπερα επίσης αντιμετωπίζει τεράστια κρίση, για λόγους που αφορούν την κάκιστη οικονομική διαχείριση, την ακόμη χειρότερη καλλιτεχνική διαχείριση και την χείριστη διαχείριση της προώθησης του είδους. Η Όπερα διεθνώς έχει “χτυπήσει τοίχο” και ανακυκλώνει, απεγνωσμένα, παλαιότερες μεθόδους παραγωγής και προώθησης παραστάσεων που, πλέον είναι παρωχημένες. Οι νέοι μεγάλοι σταρ του διεθνούς συστήματος είναι πλέον απρόσωποι και βαρετοί, διαρκούν δε ελάχιστα χρόνια. Δεν έχουν τις μεγάλες προσωπικότητες των σταρ του παρελθόντος και δεν έχουν την ποιότητα που περιμένει κανείς να έχουν, έχουν όμως ακόμη την δύναμη του συστήματος και του μάρκετινγκ που τους προσφέρεται απλόχερα από τους φορείς- έστω, του κακού μάρκετινγκ.
Οι παλιοί έχουν πια γεράσει και δεν έχουν αφήσει “διαδόχους”, παρά επιμένουν οι ίδιοι να κρατάν τη δύναμη και τον πλούτο. Αν καταφέρουμε να συναγωνιστούμε, όχι όλους αυτούς, αλλά τους πραγματικούς σταρ της show biz – και δεν εννοώ να γίνουμε ίδιοι, αλλά να μεταφέρουμε το ίδιο πάθος, την ίδια ποιότητα και το ίδιο sex- appeal όσο κι εκείνοι – τότε ίσως η όπερα να κερδίσει το μελλοντικό κοινό της. Προς το παρόν, η Όπερα αργοπεθαίνει. Η μάστιγα των φριχτών, κακόγουστων παραγωγών έχουν εξαγριώσει το παλιό της κοινό διεθνώς, ενώ χάνει το νεαρό κοινό για τους παραπάνω λόγους.
Οι πολύ λίγοι τυχεροί του συστήματος, απολαμβάνουν απίστευτο πλούτο από τα χέρια των νέων νονών και πετρελαιοπαραγωγών, που μοιράζεται μόνο σε μια χούφτα ανθρώπους (αν σας ακούγεται γνώριμη κατάσταση, είναι γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει σε όλα τα επίπεδα). Το μέλλον είναι στους… Μποέμ, στους ανεξάρτητους καλλιτέχνες, που έχουν κάτι να πουν και δεν έχουν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους. Αν συνειδητοποιήσουμε την δύναμη που έχουμε και την χρησιμοποιήσουμε, φορώντας παράσημο αυτό που πετυχαίνουμε, από επιλογή κι όχι από ανάγκη, τότε θα κερδίσουμε.
Εν κατακλείδι, ποιο αποτελεί το επόμενό σας βήμα;
Εκτός από το να συνεχίσουμε τις παραστάσεις μας στην Ελλάδα, (“Μποέμ” στο ΜΜΘ, “Ο Βαφτιστικός” στο ΜΜΘ και το επόμενο Φεστιβάλ Όπερας Ελλάδος 2019), το επόμενο βήμα είναι να βάλουμε, σαν Εταιρία πλέον, κάποιες καταστάσεις και κάποιους ανθρώπους στη θέση τους. Τώρα μάλιστα που έρχονται και οι εκλογές, είμαι σίγουρη ότι αρκετός κόσμος θα ενδιαφερθεί να μάθει λεπτομέρειες από το χρονικό ενός ιδιώτη καλλιτέχνη και της Εταιρίας του, που παλεύει με πολιτικούς που εμποδίζουν το έργο του, ειδικά πριν αποφασίσει τι θα κάνει πίσω από την… αυλαία της κάλπης και τα ΜΜΕ θα χαρούν να υποστηρίξουν αυτές τις πληροφορίες.
Ξέρετε, είμαστε πολύ ανεκτικοί άνθρωποι και λόγω δυσκολίας της δουλειάς μας, έχουμε μάθει να κάνουμε πολλή υπομονή. Δυστυχώς στην ως τώρα πορεία μας, είχαμε να αντιμετωπίσουμε πόλεμο από πολλές μεριές, αλλά ίσως γι’ αυτό να γίναμε και τόσο παραπάνω δημιουργικοί- άλλωστε λεν ότι σε περιόδους πολέμου και φτώχειας, γίνονται οι μεγαλύτερες δημιουργίες. Εμείς τα ζήσαμε και τα ζούμε και τα δύο.
Προσωπικά, έχω αποστασιοποιηθεί από τις τοξικές αυτές καταστάσεις κι ασχολούμαι με το να προωθώ το έργο μας εδώ αλλά και διεθνώς, πράγμα που κάνω με μεγάλη επιτυχία. Το επόμενο βήμα είναι ένα αφιέρωμα για την δουλειά μας σε ένα από τα σημαντικότερα κανάλια για την τέχνη στην Ευρώπη. Η γερμανική τηλεόραση χάρηκε πολύ που ανακάλυψε την εργασία μας, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική κατάσταση και τιμάει τους Έλληνες ως λαό που δημιουργεί νέες τάσεις και ιδέες. Καιρός είναι να αντιστρέψουμε την αρνητική προπαγάνδα που φρόντισαν να κάνουν όλα τα ΜΜΕ (Ελληνικά και μη) στην Ελλάδα τόσα χρόνια και τι καλύτερο από το να αναδείξουμε την χώρα και τους ανθρώπους της μέσω της Τέχνης και του πολιτισμού, αφού η Ελλάδα αγαπιέται από όλο τον κόσμο για τον πολιτισμό που χάρισε.
Διάφορα σύνολα μουσικής δωματίου σε Ελλάδα και εξωτερικό
Εμπειρία διδασκαλίας
Masterclass τραγουδιού στο τμήμα φωντητικής στο Trinity Laban College of Music ( Φεβρουάριος 2013).
Φωνητική διδασκαλία στο Opera Studio Skull of Yorick Productions (Σεπτέμβριος 2013- έως σήμερα).
Masterclass στη Θεσσαλονίκη (ΦΙΞ in art) (Ιανουάριος 2014).
Σεμινάρια ορθοφωνίας/τραγουδιού για ηθοποιούς (Στουτγάρδη, 2005-2007)
Κινησιολογία και χορογραφίες σε ελληνικά σχολεία 2οβάθμειας εκπαίδευσης στη Γερμανία, προετοιμασία για τον πανελλήνιο διαγωνισμό σχολικού θεάτρου (2007-2008).
Υποτροφίες
Διεθνης Υποτροφία από το Associated Board of the Royal Schools of Music για 3ετή φοίτηση (βιολοντσέλο).
Υποτροφία 1 χρόνου από την Ακαδημία Μουσικής του Detmold.
Υποτροφία από το Ίδρυμα Wagner (Γερμανία1999) για την παρακολούθηση του Φεστιβάλ Wagner στο Μπαϊρόιτ.
Υποτροφία του Ιδρύματος “Λεβέντη”
Υποτροφία “Athena Scholarship”
Υποτροφία “Newton Scholarship” για μεταπτυχιακό στο Royal Academy of Music (2012-2013).
Βραβεία / Υποψηφιότητες
Βραβείο Κοινού στον διαγωνισμό Belcanto στο Φεστιβάλ Rossini του Bad- Wildbad (Γερμανία).
Υποψήφια “Γυναίκα της Χρονιάς” στην κατηγορία “Διεθνής Ελληνίδα” του περιοδικού LIFO.
MASTERCLASSES
Με τους: Raul Gimenez, Gabriel Baqcuier, Ghena Dimitrova, Yvonne Minton, Kurt Widmer, Dunja Vejzovic.
Υπεύθυνη καλλιτεχνικού προγραμματισμού σε σχέση με το λυρικό θέατρο στον πολυχώρο “Αίτιον” στην Αθήνα. Μέσα σε 3 μήνες ανέβηκαν τα δρώμενα: μουσικοθεατρικό “Η όπερα βγήκε απ’τον Παράδεισο”, “Don Pasquale” (όπερα του G. Donizetti σε συνεργασία με τους H2Opera) και Βραδιά μεσογειακής μουσικης.
Skull of Yorick Productions / opera studio: Κυριακές στο Burlesque- Cafe (Θεσ/νίκη): Παρουσίαση των νέων λυρικών καλλιτεχνών τις Κυριακές τα απογεύματα με διαδραστικά δρώμενα σε σχέση με την όπερα (W.A. Mozart “Ο μαγικός αυλός” κ.ά.)
Skull of Yorick Productions/ opera studio: Αποσπάσματα από την όπερα του G. Puccini “La Boheme” σε συνεργασία με το Ιταλικό Ινστιτούτο Θεσ/νίκης. Σκηνοθεσία: Διονύσης Ζαφειρίδης.
Συγγραφή του μουσικοθεατρικού έργου “Η όπερα βγήκε απ’τον Παράδεισο” και ανέβασμά του στην Αθήνα (πολυχώρος “Αίτιον”) και στη Θεσσαλονίκη (Burlesque Cafe). 10 παραστασεις.
2013
Κρατική Ορχήστρα Θεσ/νίκης: Κλειστό Γήπεδο ΧΑΝΘ. Σολίστ στο Ορατόριο των Χριστουγέννων του C. Saint- Saens. Μουσ. Διεύθυνση: Martin Lebel.
Skull of Yorick Productions: Κρατικό Ωδείο Θεσ/νίκης: Όπερα του G. Verdi “Aida” (ρόλος: Αμνέρις). Σε συναυλιακή μορφή.
Skull of Yorick Productions / opera studio: Θέατρο Ράδιο Σίτυ(Θεσσαλονίκη). Ροκ Όπερα “Αντιγόνη” βασισμένη στην μπαρόκ όπερα του Tommaso Traetta. 6 παραστάσεις. Σκηνοθεσία: Κ. Δημοπούλου/ Φίλιππος Μοδινός.
Συμμετοχή του opera studio (performance) στο Φεστιβάλ “Inspire” στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Ίδρυση του 1ου στούντιου λυρικής τέχνης στη Θεσσαλονίκη (opera studio Skull of Yorick Productions). Το στούντιο δίνει τη δυνατότητα σε νεαρούς λυρικούς καλλιτέχνες να συμμετέχουν σε πολυάριθμες παραστάσεις όπερας.
Skull of Yorick Productions: Φεστιβάλ Ανοιχτού Θεάτρου Δήμου Θεσ/νίκης/ Θέατρο Κήπου: Όπερα του G. Verdi “Οθέλλος” (ρόλος: Δυσδαιμόνα). Σκηνοθεσία: Κασσάνδρα Δημοπούλου. Μουσ. Διεύθυνση: John Apeitos. Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου Θεσ/νίκης.
Ίδρυση του 1ου Φεστιβάλ Τεχνών “Θεοδώρεια” στα Σέρβια Κοζάνης με την υποστήριξη του Ενιαίου Δήμου Σερβίων/ Βελβεντού.. Σεμινάρια και παραστάσεις: Βραδιά Μεσογειακής Μουσικής (με τους Κ. Δημοπούλου, Φ. Μοδινό, Γ. Καϊμάκη, Μ. Παπαδάκη κ.ά.), ρεσιτάλ βιολιού του Γιάννη Γεωργιάδη, ρεσιτάλ πιάνου του Παναγιώτη Τροχόπουλου, όπερα γκαλά, συναυλία μαθητών του σεμιναρίου, όπερα για παιδιά: “Η υπηρέτρια που έγινε κυρία” κ.ά.
Φεστιβάλ του Shrewsbury (Αγγλία): Σολίστ στο “Requiem” του G. Verdi. Αγγλική Συμφωνική Ορχήστρα.
Ένωση Χορωδιών και Ορχηστρών του Guernsey (Αγγλία, Channel Islands): Σολίστ στο “Requiem” του G. Verdi.
Opera Gala στο Covent Garden (Βασιλική Όπερα του Λονδίνου). Οργάνωση: Life Action Trust.
Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου: Σκηνές από την όπερα του G. Donizetti “Roberto Devereux” (ρόλος: Σάρα) και την όπερα του Pulenc “Διάλογοι Καρμελιτών” (ρόλος: Αδερφή Μαρί).
2012
Skull of Yorick Productions: Δημοτικό Θέατρο Άνετον, Θεσ/νίκη. Ροκ όπερα “Οι Παλιάτσοι-plugged in” βασισμένη στην ομώνυμη όπερα του R. Leoncavallo και την όπερα του Niccolo Jommelli “Η κυνηγός πουλιών”. Μια παραγωγή σε συνεργασία με νέους λυρικούς καλλιτέχνες της Θεσ/νίκης (6 παραστάσεις). Σκηνοθεσία: Κασσάνδρα Δημοπούλου. Ροκ ενορχήστρωση: Φίλιππος Μοδινός.
Skull of Yorick Productions: Island Hall (Αγγλία): Όπερα του G. B. Pergolesi: “La Serva Padrona” (ρόλος: Σερπίνα). Σκηνοθεσία: Κασσάνδρα Δημοπούλου.
Όπερα του Knoxville (Tenessee, USA): Όπερα του G. Verdi “Oθέλλος” (ρόλος: Δυσδαιμόνα). Desdemona). Μουσ. Διεύθυνση: Brian Saleski.
2011
Skull of Yorick Productions: Aθήνα (“Τσάι στη Σαχάρα”, “διέλευσις” ) και Θεσσαλονίκη (Βαφοπούλειο Πνευμ. Κέντρο): Όπερα του G. B. Pergolesi: “La Serva Padrona” (ρόλος: Σερπίνα). Σκηνοθεσία: Κασσάνδρα Δημοπούλου Oper(O): Moυσείο Μπενάκη: Μουσικό δρώμενο.
2010
RADA Film Productions (Μάντοβα, Ιταλία): Όπερα του G. Verdi “Rigoletto” με πρωταγωνιστή τον Placido Domingo (ρόλος: Κόμισσα Τσεπράνο). Ζωντανή προβολή σε 138 χώρες. Μουσ. Διεύθυνση: Zubin Mehta. Ορχήστρα RAI του Τορίνο).
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών: Παγκόσμια πρεμιέρα του κύκλου τραγουδιών του Νίκου Αθηναίου: “Ιθάκη” (σε στοίχους του Κ.Π. Καβάφη). Μουσ. Διεύθυνση: Νίκος Αθηναίος. Κρατική Ορχήτρα Αθηνών.
Φεστιβάλ Αρχαίας Κορίνθουl: Όπερα του C.Monteverdi “Η στέψη της Ποπαίας” (ρόλοι: Τύχη, Βαλές). Μουσ. Διεύθυνση: Γ. Πέτρου.
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: Μέγαρο Μουσικής Θεσ/νίκης: Όπερα του G.F. Handel “Ιούλιος Καίσαρας” (ρόλος: Κλεοπάτρα). Μουσ. Διεύθυνση: Γ. Πέτρου.
Βασιλικό Θέατρο Μαδρίτης (όπερα στούντιο): Όπερα του G.Rossini “Il Barbiere di Siviglia” (ρόλος: Μπέρτα). Σκηνοθεσία: Emilio Sagi.
2007
Καταλανική Ομάδα Θεάτρου La Fura dels Baus: “Naumaquia”. Παραστάσεις στη Βαρκελώνη και στο Νιουκάστλ. Σκηνοθεσία: Carlus Padrissa.
Φεστιβάλ κλασικής μουσικής του Monschau (Γερμανία): Όπερα του G. Bizet “Carmen” (ρόλος: Κάρμεν). Παραγωγή, ορχήστρα και χορωδία της όπερας Μπολσόι του Μινσκ.
Εθνικη Όπερα της Στουττγάρδης/ μικρή σκηνή: Παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας της J.Klein “Westzeitstory” (ρόλος: Κέιτ). Στα πλαίσια εκπαιδευτικού προγράμματος σε συνεργασία με σχολεία.
Εθνικη Όπερα της Στουττγάρδης: Παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας του F. Zeller “Bunker” (ρόλος: Υγεία).
Εθνικη Όπερα της Στουττγάρδης (σε συνεργασία με το Μπαλέτο της Όπερας): “Gaitee Parisienne” (Χορογραφία: Maurice Bejart) και “Eden” (Μουσική: Steve Reich). Μουσ. Διεύθυνση: James Tuggle (Ορχήστρα της Όπερας της Στουττγάρδης).
Συμμετοχή ως σολίστ σε παραγωγές όπερας σε συνεργασία με μεγάλα ξενοδοχεία της Γερμανίας (τουριστικά events που συνδίαζαν live performance και δείπνο).
2006
Σολίστ με τη χορωδία Sicherbund Choir του Tuebingen (Γερμανία): G.Rossini “Petit Messe Solennelle” .
Μέγαρο Μουσικής Θεσ/νίκης: Ρεσιτάλ με μπαρόκ μουσική με το σύνολο μπαρόκ μουσικής “Latinitas Nostrae”. Μουσ. Διεύθυνση: Μάρκελος Χρυσικόπουλος.
Karlskaserne Λούντβιγκσμπουργκ (Γερμανία) και θέατρο teater rampe στη Στουττγάρδη: “Railway Stories”: Σόλο performannce (one woman show) της Κασσάνδρας με τίτλο “Cello Pieces”. Σκηνοθεσία: Stefan Bastians.
2005
Εθνικό Θέατρο Λουξεμβούργου / Grand Theater Luxemburg: Παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας της J. Fontaine “Virus Alert” (ρόλος: Εύα).
Υπεύθυνη καλλιτεχνικού προγραμματισμού της γαστρονομικής/ μουσικής παραγωγής “Kulinopera” στην Maarmorsall στη Στουττγάρδη (2005-2007). Το event συνδίαζε υψηλή κουζίνα και μουσικά δρώμενα βασισμένα στην λυρική μουσική.
Φεστιβάλ Όπερας στο Nuertingen (Γερμανία): Όπερα του G. Verdi: “La Traviata” (ρόλος: Φλώρα).
2004
Φεστιβάλ Όπερας στο Nuertingen (Γερμανία): Όπερα του G. Bizet “Κάρμεν” (ρόλος: Μερθέντες).
2003
Μουσική Ακαδημία Μουσικής και Δραματικής Τέχνης Στουττγάρδης: Σχολή Όπερας. Θέατρο Wilhelma: Όπερα του G.Puccini “Αδερφή Αγγελική” (ρόλος: Αδερφή Γενοβέφα) και όπερα του R. Leoncavallo “Οι Παλιάτσοι” (ρόλος: Νέντα).
2001
Διεθνές Φεστιβάλ “Mozart Toujours” (Μότσαρτ για πάντα) στο Salzburg και την Πράγα: Όπερα του W.A. Mozart “Iδομενέας, βασιλιάς της Κρήτης” (ρόλος: Ηλέκτρα). Μουσ. Διεύθυνση: Robert Lichter.
Χορωδία και Θερινή Μουσικη Ακαδημία του Διεθνούς Φεστιβάλ Λυρικής Τέχνης της Aixen-Provence (Γαλλία). Όπερες: G. Verdi’ “Φάλσταφ” και W.A. Mozart’s “Γάμοι του Φίγκαρο”. Μουσ. Διεύθυνση: Mark Minkovsky (Mahler Chamber Orchestra) και Enrique Mazzola (Orchestre de Paris).
2000
Θέατρο του Detmold: Σχολή Όπερας της Ακαδημίας Μουσικής του Detmold: Όπερα του J. Massenet’s “Σταχτοπούτα” (ρόλος: Ο Πρίγκηπας) Μουσ. Διεύθυνση: Robert Lichter
Εν όψει του 4ου “Διεθνούς Meeting «Vaggelis Kourkoutidis Memorial» – Indoor Jumping Festival” ο Επικεφαλής – Meeting Organizer της διοργάνωσης και Ομοσπονδιακός Προπονητής του ΣΕΓΑΣ, κ. Νίκος Βαρσάμης μας παραχώρησε μία άκρως ενδιαφέρουσα και ενημερωτική Συνέντευξη στο Thessaloniki City Guide.
Ο σκωπτικός και πολυπράγμων Πέρης Μιχαηλίδης (Σκηνοθέτης – Ηθοποιός) με βλέμμα άκρως διερευνητικό και πρωτοποριακό μας εκπλήσσει με τη νέα του σκηνοθετική απόπειρα υπό τη σκέπη του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Ο πολυγραφότατος, πολυτάλαντος και πολυσχιδής δημιουργός των μεγάλων επιτυχημένων ιστορικών ταινιών και μετρ της θεατρικής Κωμωδίας επιστρέφει δυναμικά και μας εκπλήσσει – εκ νέου – ευχάριστα με τη νέα του ρομαντική κομεντί “Απόψε σε θέλω πάλι” παντρεύοντας δεξιοτεχνικά τα στοιχεία της Κωμωδίας με τους έντονους προβληματισμούς του ανθρώπου για την ίδια τη ζωή.
Η ηλεκτρική σόμπα χαλαζία αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια κλασική επιλογή θέρμανσης για κάθε σπίτι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύριο μέσο θέρμανσης ή και ως συμπληρωματικό παράλληλα με άλλες συσκευές.
Η χαρισματική, διακεκριμένη Μezzo Soprano Σταματία Μολλούδη (λυρική τραγουδίστρια – Vocal coach και ιδιοκτήτρια της Vocal portal) μας προσκαλεί εκ νέου σε μια άκρως ξεχωριστή και πρωτότυπη Μουσική παράσταση στο πνεύμα των Εορτών στο Βασιλικό Θέατρο.