Σοφία Σπυράτου: Σκηνοθέτης – Χορογράφος – Ιδρυτής του χοροθεάτρου “Ροές”: Με συνέπεια στην επιτυχία
“Το ελληνικό θέατρο παραμένει ακμαίο και ζωντανό. Όσο υπάρχουν ικανοί νέοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί – και εκτιμώ ότι υπάρχουν – εγώ παραμένω αισιόδοξη. Άλλωστε, είμαι από τη φύση μου αισιόδοξη.”
Μία αδιαμφισβήτητα, εκ των πλέον αξιόλογων εκπροσώπων του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου με διεθνή εμπειρία και γνώση, με πλήθος επιτυχημένων συνεργασιών στο ενεργητικό της, η σκηνοθέτιδα – χορογράφος, Σοφία Σπυράτου θα διαγράψει μια μακράν βαρυσήμαντη καλλιτεχνική πορεία διαβεβαιώνοντάς μας ότι το ελληνικό θέατρο παραμένει ζωντανό και ακμαίο.
Η καταξιωμένη, βραβευμένη δημιουργός με πρωτοποριακό πνεύμα, ευρυμάθεια, δυναμική, υποδειγματικό επαγγελματισμό και άκρατο ενθουσιασμό σ’ αυτό που κάνει, είναι πάντα συνεπής με την επιτυχία αναδεικνύοντας ένα θέατρο που συγκινεί, συναρπάζει, μαγεύει…
Μετά την καθολικής αποδοχής επιτυχημένη περσινή της συνεργασία με το Κρατικό Θέατρο με την παράσταση “Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές”, θα συμπράξει εκ νέου ως σκηνοθέτιδα και χορογράφος στη νέα υπερπαραγωγή “Σερσέ λα φαμ” επιδιώκοντας ένα ακόμη υψηλής αισθητικής καλλιτεχνικό αποτέλεσμα προσβάσιμο και ανοιχτό στο “μεγάλο” κοινό που την αναγνώρισε, την αγάπησε, την ακολουθεί πιστά και την αποθεώνει… γιατί απλά το μαγεύει!
Κυρία Σπυράτου, με αφορμή τις παραστάσεις του έργου Σερσέ λα φαμ στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών, θα θέλαμε να μας δώσετε εν συνόψει το στίγμα, καθώς και την ταυτότητα του συγκεκριμένου υπερθεάματος με το διττό σας ρόλο σε αυτό ως σκηνοθέτιδα και χορογράφος!
Το Σερσέ λα φαμ είναι ένα σύνθετο, δυναμικό δρώμενο με θέμα τη γυναίκα στα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη. Η παράσταση συνδυάζει θεατρικά μέρη, χορό και βέβαια την αθάνατη μουσική και τα τραγούδια του Τσιτσάνη. Εκείνο που θελήσαμε με τους συνεργάτες μου είναι πάνω απ’ όλα ένα: να ανιχνεύσουμε το στίγμα του Τσιτσάνη στο σήμερα – τι σημαίνει δηλαδή ο Τσιτσάνης σήμερα, ειδικά για τους νέους. Δε θέλαμε μια παράσταση – μουσείο ή τοιχογραφία εποχής. Ως σκηνοθέτις, επεδίωξα μια παράσταση ζωντανή, που δονείται από έναν γνήσια ελληνικό διονυσιασμό.
Η παράσταση παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στη Φλώρινα στις 30 Αυγούστου στα πλαίσια του θεσμού “Πρέσπεια”, και απέσπασε επίσης διθυραμβικές κριτικές! Ποιες οι προσωπικές σας εντυπώσεις από την εμπειρία;
Τα τελευταία χρόνια, είχα αρκετές φορές τη χαρά να συμμετάσχω στο Φεστιβάλ των Πρεσπών. Είναι μια μοναδική εμπειρία και προτρέπω τους αναγνώστες σας, αν δεν έχουν επισκεφτεί την περιοχή και το Φεστιβάλ, να το κάνουν. Με το Σερσέ λα φαμ, ζήσαμε την εξαίσια εμπειρία 4000 θεατών που καταχειροκρότησαν την παράσταση, ζητωκραυγάζοντας μετά το τέλος της “Αθάνατος” – αναφέρονταν στον Βασίλη Τσιτσάνη. Ο κόσμος απόλαυσε την παράσταση, πράγμα που μας γέμισε συγκίνηση και υπερηφάνεια. Κι όσο για το “Αθάνατος”, το προσυπογράφουμε.
Ποιες δυσκολίες ενείχε αυτή η σκηνοθετική σας απόδοση – σύλληψη της παράστασης και πώς ανταποκριθήκατε στην πλέον απαιτητική σας συνεργασία με το Κρατικό Θέατρο;
Οι δυσκολίες είναι πάντοτε οι ίδιες: αφενός, πως να δώσεις μια παράσταση ζωντανή, η οποία δε θα είναι μουσειακού τύπου. Και αφετέρου, πως θα ξεπεράσεις τον εαυτό σου καλλιτεχνικά, πως δε θα επαναληφθείς. Όσο για τη συνεργασία με το ΚΘΒΕ, ευτυχώς με το διευθυντή του, τον κ. Βούρο, μοιραζόμαστε την ίδια τρέλα. Και – αυτό είναι μαγικό – η κοινή μας τρέλα παράγει λογικότατα αποτελέσματα.
Ποιο το προσωπικό σας ζητούμενο ως σκηνοθέτιδα;
Το ζητούμενό μου, από τη μέρα που ξεκίνησα, είναι ένα: υψηλής αισθητικής καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, το οποίο να είναι προσβάσιμο και ανοιχτό στο “μεγάλο” κοινό. Το στοίχημα παραμένει: πώς να ακονίσεις την προσωπική σου ευαισθησία και την ευαισθησία των θεατών, δίχως να αγνοήσεις το μείζον διακύβευμα της τέχνης, δηλαδή την παραμυθία.
Σε ποιο βαθμό σας βοήθησε ή συνέβαλε η σκηνοθετική σας εμπειρία σε τέτοιες παραγωγές – μετά την απόλυτα επιτυχημένη προηγούμενη επιτυχία σας στην παράσταση “Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές” και τη γνώριμη συνεργασία σας με το Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδας;
Η πείρα είναι πολύτιμος σύμμαχος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, γνωρίζοντας τις δομές και κυρίως το πλούσιο δυναμικό του ΚΘΒΕ, είχα την άνεση να δουλέψω ακόμα πιο ελεύθερα. Οι μεγάλες παραγωγές, έχουν την πρόσθετη δυσκολία του να πρέπει να λειτουργήσεις ως ενορχηστρωτής ή ισορροπιστής με τόσους πολλούς συνεργάτες. Αλλά, παρά τις δυσκολίες, είναι κάτι που απολαμβάνω βαθιά.
Πόσος χρόνος προετοιμασίας – προβών απαιτήθηκε και πόσο δύσκολος υπήρξε ο συντονισμός μιας μεγάλης ομάδας συνοδοιπόρων – 35 ηθοποιοί και 4 τραγουδιστές – επί σκηνής συνολικά σ’ αυτή την υπερπαραγωγή;
Δουλέψαμε συστηματικά επί τέσσερις μήνες για την πρετοιμασία της παράστασης, είχαμε όμως στη διάθεσή μας μόνο σαράντα ημέρες με τους ηθοποιούς και τους υπόλοιπους συνεργάτες. Όπως καταλαβαίνετε, ήταν μια φρενίτιδα δουλειάς, αλλά και κεφιού και χαράς, προκειμένου να προλάβουμε να είμαστε συνεπείς στην παράσταση των Πρεσπών. Όπως σας είπα, οι πολυπρόσωπες παραγωγές έχουν επιπλέον δυσκολίες συντονισμού. Πρέπει ο σκηνοθέτης να διαθέτει και πολλές άλλες ιδιότητες, και κυρίως, να έχει το ταλέντο του ισορροπιστή. Να ένας ωραίος ορισμός για το δημιουργό: ισορροπιστής. Είναι ένας ρόλος που απολαμβάνω.
Ο όρος “γυναίκα” στην παράσταση ανταποκρίνεται στη γυναίκα ή σε γενικότερες – ευρείες έννοιες;
Στην παράσταση, ο όρος “γυναίκα” εκκινεί από την παρουσία της γυναίκας στο έργο και στη ζωή του Βασίλη Τσιτσάνη και ανοίγεται στην έννοια της γυναίκας ως συμβόλου, ως μύθου και οπτασίας. Επιχειρούμε μια ανάγνωση των πολλαπλών μορφών της γυναίκας, πάντα βέβαια με άξονα και γνώμονα το σπουδαίο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη.
Υπήρξε καταλυτικός ο ρόλος της γυναίκας, λοιπόν, στα τραγούδια του Τσιτσάνη και τη συγκεκριμένη παράσταση;
Ναι, υπήρξε. Πολλά από τα σπουδαιότερα, τα πιο μυθικά τραγούδια του, είναι αφιερωμένα σε γυναίκες. Όμως αυτό, νομίζω, είναι κάτι ευρύτερο. Ο πόθος, η φαντασίωση, το ανέφικτο της γυναίκας – και εν γένει του ερωτικού αντικειμένου, ανεξαρτήτως φύλου – βρίσκεται στη βάση του έργου κάθε μεγάλου δημιουργού, ο οποίος το επεξεργάζεται και το σμιλεύει με γνώμονα την προσωπική του αλήθεια και ευαισθησία. Και ο Τσιτσάνης υπήρξε μεγάλος, αναμφίβολα.
Οι χαρακτήρες, όπως και οι περιστάσεις του έργου είναι φανταστικά;
Η απάντηση είναι “και ναι και όχι”. Υπάρχει ένας πυρήνας πραγματικών περιστατικών, στα οποία πρωταγωνιστούν πραγματικοί – με την έννοια τού ότι κάποτε όντως έζησαν – χαρακτήρες. Όμως στη συνέχεια παρεμβαίνουν η μυθοπλασία, η χάρις της ποίησης, ο ρυθμός και η ορμή της μουσικής. Και η παράσταση από αυτά αντλεί τη δύναμη και τη νομιμοποίησή της ως, πρωτίστως, αισθητικό γεγονός και όχι ως τεκμήριο.
Ποιο αποτελεί το δυνατό στοιχείο – δέλεαρ της παράστασης “Σερσέ λα φαμ”;
Η μουσική και τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, η εξαιρετική δουλειά των ταλαντούχων ηθοποιών του ΚΘΒΕ και βέβαια οι σημαντικοί ερμηνευτές που καταθέτουν τη δική τους άποψη για το έργο του Τσιτσάνη.
Πού αποδίδετε την περσινή παταγώδη επιτυχία και την καθολική αποδοχή της παράστασης “Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές” του Κρατικού Θεάτρου που υπογράψατε πάλι σκηνοθετικά; Υπάρχει τελικά συνταγή επιτυχίας για μια παράσταση;
Η παράσταση “Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές” σημείωσε τόση επιτυχία γιατί έδωσε φωνή στην ίδια την πόλη. Ήταν μια παράσταση για την πόλη και τους ανθρώπους της, μια σύνθετη ιστορία του παλίμψηστου της Θεσσαλονίκης, δοσμένη με απλό τρόπο. Ίσως αυτός ο συνδυασμός να είναι η συνταγή – παρόλο, βέβαια, που δεν πιστεύω καθόλου σε τέτοιες έννοιες. Όπως και να ’χει, αυτός ο συνδυασμός είναι εξαιρετικά λεπτός και δύσκολος.
Aλήθεια, πόσο συνετέλεσαν οι σημαντικές θεατρικές σας σπουδές εδώ και στην Αμερική στην επιτυχή σας πορεία ως σκηνοθέτιδος, όπως και χορογράφου;
Όπως και η πείρα, για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω, έτσι και οι σπουδές είναι πολύτιμος σύμμαχος. Όμως αυτά δεν αρκούν. Το σημαντικότερο στοίχημα είναι κάθε φορά να δίνεις κάτι από τον εαυτό σου, να ψάχνεις τον εαυτό σου με κάθε νέο εγχείρημα. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, με τον οποίο έχω συνεργαστεί επί πολλά χρόνια και τον οποίον εκτιμώ βαθύτατα, έχει διατυπώσει ένα αξίωμα το οποίο συμμερίζομαι απόλυτα: “Τα τραγούδια μου”, είπε, “τα έγραφα πάντοτε όχι από αυτό που ήξερα, αλλά από αυτό που δεν ήξερα”. Προσπαθώ, στη δουλειά μου ως χορογράφου και σκηνοθέτη, να κάνω το ίδιο.
Πώς εκτιμάτε (αξιολογείτε) ως έμπειρη και επιτυχημένη σκηνοθέτιδα την πορεία του ελληνικού θεάτρου σήμερα και πώς οραματίζεστε το μέλλον του ελληνικού θεάτρου”;
Το ελληνικό θέατρο παραμένει ακμαίο και ζωντανό. Όσο υπάρχουν ικανοί νέοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί – και εκτιμώ ότι υπάρχουν – εγώ παραμένω αισιόδοξη. Άλλωστε, είμαι από τη φύση μου αισιόδοξη.
Εν όψει του 4ου “Διεθνούς Meeting «Vaggelis Kourkoutidis Memorial» – Indoor Jumping Festival” ο Επικεφαλής – Meeting Organizer της διοργάνωσης και Ομοσπονδιακός Προπονητής του ΣΕΓΑΣ, κ. Νίκος Βαρσάμης μας παραχώρησε μία άκρως ενδιαφέρουσα και ενημερωτική Συνέντευξη στο Thessaloniki City Guide.
Ο σκωπτικός και πολυπράγμων Πέρης Μιχαηλίδης (Σκηνοθέτης – Ηθοποιός) με βλέμμα άκρως διερευνητικό και πρωτοποριακό μας εκπλήσσει με τη νέα του σκηνοθετική απόπειρα υπό τη σκέπη του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Ο πολυγραφότατος, πολυτάλαντος και πολυσχιδής δημιουργός των μεγάλων επιτυχημένων ιστορικών ταινιών και μετρ της θεατρικής Κωμωδίας επιστρέφει δυναμικά και μας εκπλήσσει – εκ νέου – ευχάριστα με τη νέα του ρομαντική κομεντί “Απόψε σε θέλω πάλι” παντρεύοντας δεξιοτεχνικά τα στοιχεία της Κωμωδίας με τους έντονους προβληματισμούς του ανθρώπου για την ίδια τη ζωή.
Η ηλεκτρική σόμπα χαλαζία αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια κλασική επιλογή θέρμανσης για κάθε σπίτι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύριο μέσο θέρμανσης ή και ως συμπληρωματικό παράλληλα με άλλες συσκευές.
Η χαρισματική, διακεκριμένη Μezzo Soprano Σταματία Μολλούδη (λυρική τραγουδίστρια – Vocal coach και ιδιοκτήτρια της Vocal portal) μας προσκαλεί εκ νέου σε μια άκρως ξεχωριστή και πρωτότυπη Μουσική παράσταση στο πνεύμα των Εορτών στο Βασιλικό Θέατρο.